Εάν ήμουν κουφός, δεν θα προσπαθούσα να εργαστώ ως κουρδιστής πιάνων. Εάν ήμουν τυφλός, δεν θα έψαχνα δουλειά ως διακοσμητής. Εάν δεν είχα πόδια, δεν θα δήλωνα συμμετοχή στο Μαραθώνιο του Λονδίνου. Αλλά ίσως μου λείπουν η θέληση και η φαντασία. Άλλοι δεν δέχονται ότι μια αναπηρία πρέπει να τους αποκλείει από οτιδήποτε, όσο ανέφικτο κι αν μοιάζει.
Μερικές φορές αυτοί οι άλλοι πετυχαίνουν θριαμβευτικά. Πάρτε για παράδειγμα την Έβελιν Γκλένι. Είναι εντελώς κουφή από τα δώδεκά της χρόνια, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να γίνει μια από τις κορυφαίες περκασιονίστες του κόσμου, και να δίνει πάνω από 100 παραστάσεις το χρόνο. Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί θέλησε να ακολουθήσει αυτήν την καριέρα, και πώς το κατάφερε. Μπορώ μόνο να θαυμάσω την επιτυχία της.
Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν πολλοί άλλοι που πέτυχαν με παρόμοιο τρόπο να κάνουν το φαινομενικά αδύνατο. Αλλά όταν υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορείς να κάνεις, μου φαίνεται ακόμα ανεξήγητο το γιατί μερικοί άνθρωποι αποφασίζουν να επιδιώξουν αυτό ακριβώς από το οποίο η μοίρα διάλεξε να τους αποκλείσει. Ίσως υπάρχουν άνθρωποι που απλώς τους αρέσει η πρόκληση, κι όσο πιο μεγάλη είναι η πρόκληση τόσο το καλύτερο (όπως εκείνος που αναρριχήθηκε στο Έβερεστ με τεχνητά πόδια).
Πρέπει να θαυμάζουμε τέτοιους ανθρώπους, κι όμως φαίνεται παράταιρο να μην επιδιώκουν κάτι στο οποίο θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με οποιονδήποτε άλλο για να διακριθούν, κι αντίθετα να διαλέγουν κάτι που θα γίνει δύσκολο εξαιτίας ενός σοβαρότατου εμποδίου. Έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον.
Κάποτε, σ’ ένα διάσημο κωμικό σκετς, ο Ντάντλεϊ Μουρ έκανε ακρόαση κουτσαίνοντας, σαν άνθρωπος με ένα μόνο πόδι, για το ρόλο του Ταρζάν. Ένα ρόλο που, όπως είπε ο Πίτερ Κουκ που υποδυόταν τον παραγωγό, «θα φανταζόταν κανείς ότι τουλάχιστον απαιτούσε δύο πόδια».
«Κατά τη γνώμη μου», συνέχισε ο Κουκ, προκαλώντας την έκπληξη και δυσαρέσκεια του Μουρ, «το κοινό δεν είναι ακόμα έτοιμο να δει έναν Ταρζάν με ένα πόδι να κρέμεται στα κλαδιά της ζούγκλας, φωνάζοντας «γεια σου Τζέιν». Πολλοί βρήκαν το σκετς αστείο τότε, αλλά αναρωτιέμαι αν αυτό θα συνέβαινε και σήμερα. Τώρα μπορεί να πιστεύαμε ότι το να γελάς με την ιδέα ενός τέτοιου Ταρζάν δείχνει αναισθησία και δημιουργεί διακρίσεις.
Ίσως να έχετε διαβάσει για την περίπτωση του Ράιαν Σένσμπουρι, του 22χρονου ταχυδρόμου από το Κάρμπριτζ, κοντά στο Σαουθάμπτον, που καταδικάστηκε για κλοπή αλληλογραφίας, επειδή απέτυχε να παραδώσει εκατοντάδες γράμματα και τα πέταξε. Όταν έκανε αίτηση για τη δουλειά είχε αναφέρει στη Ρόγιαλ Μέιλ ότι υπέφερε από δυσλεξία, μια ασθένεια που δυσκολεύει την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Πήρε τη δουλειά παρ’ όλα αυτά. Ένας εκπρόσωπος της Ρόγιαλ Μέιλ υπερασπίστηκε την απόφαση για την πρόσληψή του λέγοντας ότι δεν ήθελαν να κάνουν διακρίσεις. «Κρίνουμε τους ανθρώπους από τις ικανότητές τους να κάνουν τη δουλειά, άσχετα με τις αναπηρίες που μπορεί να έχουν», φέρεται να είπε. Το γιατί οι ικανότητες του Σένσμπουρι κρίθηκαν επαρκείς προκαλεί έκπληξη, αφού η δική του αναπηρία, η δυσλεξία, τον δυσκόλευε στο να διαβάσει τις διευθύνσεις, τόσο που τελικά δεν μπορούσε να τα καταφέρει και κατέληξε μέσα στην απελπισία του να πετάει τα γράμματα.
Δεν αμφιβάλλω ότι η Ρόγιαλ Μέιλ έκανε αυτό που έπρεπε σύμφωνα με το νόμο των προσλήψεων, αλλά οπωσδήποτε θα ήταν καλύτερα αν είχαν πει στον κ. Σένσμπουρι ότι δεν ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος.
Alexander Chancellor, Σάββατο 10 Ιουνίου, 2006, The Guardian. Μετάφραση Αικατερίνη Σταυρουλάκη, spicefields@gmail.com