Ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημιά, η οποία άλλωστε δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ύψος του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας και παραμόρφωσης αφενός και αφετέρου την ηλικία του παθόντος.
Αυτό επισημαίνεται σε απόφαση του Εφετείου Λαμίας, που περιλαμβάνεται στο Δελτίο Επίκαιρης Σημαντικής Νομολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι:
Η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ολες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται περί αυτοτελών αξιώσεων και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών. Η τελεσίδικη πολιτικού δικαστηρίου απόφαση, διά της οποίας τούτο: 1) αναγνώρισε την έννομη σχέση αδικοπραξίας ή της προς αποζημίωση υποχρέωσης, της απορρεούσης όχι υποκειμενικώς αλλά εκ της διακινδυνεύσεως για ζημίες εξ αυτοκινήτου και 2) εδέχθη αίτημα αποζημιώσεως (αναγνωριστικώς μόνο ή και καταψηφιστικώς) για κάποια ειδική ζημία, τελούσα σε αιτιώδη προς το ζημιογόνο γεγονός σύνδεσμο, αποτελεί δεδικασμένο ως προς το προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα της καθ’ όλου αξιώσεως και της αντιστοίχου υποχρεώσεως προς αποζημίωση για κάθε δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, υπό την αυτή παρισταμένων ιδιότητα διεξαχθησομένη, αφορώσα δε σε ειδική εκ του αυτού ζημιογόνου γεγονότος ζημία, του δεσμευομένου εντεύθεν δικαστηρίου οφείλοντος να θεωρήσει την καθ’ όλου αξίωση προς αποζημίωση δεδομένη και να αποκρούσει κάθε περί αυτής αμφισβήτηση, εφόσον το νομικό καθεστώς δεν μετεβλήθη.
Η καταχρηστική περί της συνυπαιτιότητος ένσταση, η μη υπαγομένη στην κατηγορία των μη στηριζομένων επί αυτοτελούς δικαιώματος, δυναμένου να ασκηθεί και διά κυρίως αγωγής, σε μεταγενέστερη αγωγή, δια της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση μερικοτέρας αξιώσεως εξ αδικοπραξίας ή εξ αυτοκινητιστικού ατυχήματος καλύπτεται εκ του δεδικασμένου, εάν η κυρία ενοχή εκ της αδικοπραξίας κλπ. εκρίθη τελεσιδίκως, είτε προεβλήθη στην πρώτη περί της κυρίας ενοχής δίκη είτε όχι, και θα αποκρούεται συνεπεία του δεδικασμένου ως απαράδεκτος. Η σύμβαση ασφαλίσεως καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών, συντελείται από το χρόνο αποδοχής της αιτήσεως για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρά με την αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του ασφαλιστή. Κατά το άρθρο 25 περ. 8 και 6 της Κ4/585/1978 αποφάσεως του υπουργείου Εμπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978), αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία, όταν προξενείται σε χρόνο που ο οδηγός του οχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών ή (και) από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από τον νόμο και για την κατηγορία του οχήματος το οποίο οδηγεί άδεια οδηγήσεως, χωρίς τα αίτια της ελλείψεως αυτής να ερευνώνται, περιλαμβανομένης εντεύθεν στον εκ της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία ο οδηγός δεν έχε ζητήσει να λάβει τέτοια άδεια, όσο και εκείνης κατά την οποία είχε μεν λάβει τέτοια άδεια, αλλά μεταγενεστέρως, για κάποιο νόμιμο λόγο, η άδεια ανεκλήθη ή έληξε η διάρκεια ισχύος της.
Και ναι μεν οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες, ως ευρισκόμενες εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν. 489/1976, αφού με αυτή δεν καθορίζεται κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά επιβάλλεται περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, όμως τέτοιες απαλλακτικές ρήτρες υπέρ του ασφαλιστή μπορούν να συμπεριληφθούν ως συμβατικοί όροι στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, έχει όμως δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη. Οι ως άνω ρήτρες μπορεί να συμπεριληφθούν στη σύμβαση ασφαλίσεως αυτοτελώς, δι’ ενσωματώσεως σε αυτή ίσων των όρων είτε δι’ αναφοράς στην ως άνω ΑΥΕ, ενώ ως επαρκής παραπομπή θεωρείται και η απλή αναφορά του αριθμού του ΦΕΚ, στο οποίο έχει δημοσιευθεί η εν λόγω ΑΥΕ, χωρίς πρόσθετη αναφορά των άρθρων της, αφού μέσω της παραπομπής αυτής στο ΦΕΚ είναι δυνατή η γνώση του περιεχομένου της ΑΥΕ. Για τη δέσμευση του ασφαλισμένου δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο από αυτόν, καθόσον η εκ μέρους του αποδοχή μπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρώς, διά της παραλαβής του ασφαλιστηρίου, της καταβολής του ασφαλίστρου κλπ. Το ασφαλιστήριο είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό της συμβάσεως έγγραφο. Οι περιεχόμενοι σ’ αυτό γενικοί και ειδικοί όροι, εκ των οποίων οι ειδικοί επικρατούντων γενικών δεσμεύουν τον ασφαλισμένο και όταν ακόμα δεν υπέγραψε εφόσον αυτός στηρίζει σ’ αυτό τις αξιώσεις του, το επικαλείται και το προσκομίζει στο δικαστήριο.
Ειδικά στα αυτοκινητιστικά ατυχήματα, οι γενικοί όροι της ασφάλισης δεν επιβάλλονται από τον ασφαλιστή, αλλά διατυπώνονται στην Κ4/585/1978. Δεν δικαιολογείται άγνοια των όρων από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν επιτρέπεται η τροποποίησή τους με συμφωνία των μερών ή μονομερώς από τον ασφαλιστή. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος της ως άνω αναγωγής του ασφαλιστή, ασκούμενο και με παρεμπίπτουσα αγωγή και μάλιστα πριν από την καταβολή στο ζημιωθέντα τρίτο κατ’ άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ ε’ ΔΠολΔ, είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος, δεδομένου ότι στο νόμο δεν γίνεται καμία διάκριση, οι οποίοι ευθύνονται όχι από αδικοπραξία, αλλά εκ του νόμου και της συμβάσεως εις ολόκληρον έκαστος έναντι του ασφαλιστή, που δικαιούνται να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου, και τόκους και τη δικαστική δαπάνη, και δη νομιμοτόκως από της καταβολής. Ο κύριος του αυτοκινήτου, το οποίο ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κατόχου, ακόμη και αν κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν το οδηγούσε ο ίδιος, αλλά τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το είχε εμπιστευθεί δυνάμει σχέσεως προσκτήσεως, χωρίς να υπάρχει το επιπρόσθετο στοιχείο της εκμεταλλεύσεως του αυτοκινήτου από τον τελευταίο, οπότε η ευθύνη του προσκτήσαντος γνησίως αντικειμενική εξακολουθεί να έχει αδικοπρακτικό χαρακτήρα.
ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Παρασκευή, 15 Φεβρουαρίου 2008