«Η ιστορία της παιδικής ηλικίας δείχνει ότι τα παιδιά υπήρξαν σχεδόν σε όλες τις ιστορικές περιόδους θύματα εκμετάλλευσης και κακοποίησης από τους “ενάρετους” ενηλίκους. Διαχρονικά και διατοπικά, η κοινωνική θέση των παιδιών ήταν υποβαθμισμένη, καθιστώντας τα ευάλωτα σε κάθε μορφής θυματοποίηση: από την εργασιακή εκμετάλλευση έως τη σεξουαλική κακοποίηση και τις σύγχρονες μορφές εμπορίας (trafficking)», μας λέει η πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Βάσω Αρτινοπούλου.
«Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των παιδιών μέσα από σωρεία διεθνών συμβάσεων και άλλων κειμένων, συστάσεων και νομικών οριοθετήσεων από τους διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς οργανισμούς δεν αμφισβητείται στο επίπεδο της ρητής αναφοράς τους», επισημαίνει. «Οι θεωρητικές προσεγγίσεις και τα ερευνητικά δεδομένα για το ζήτημα αυτό συνεπικουρούν την αναγκαιότητα της θεσμικής προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών. Εδώ και τριάντα χρόνια, το ζήτημα της κακοποίησης των παιδιών κυριαρχεί στην ατζέντα των θεσμοποιημένων οργάνων, των επιστημονικών συνεδρίων και παραμένει ένα από τα πιο καίρια αντικείμενα μελέτης στο πλαίσιο των επιστημών του ανθρώπου.
Γνωρίζουμε πια ότι η ενδοοικογενειακή βία έχει συχνά αποδέκτες τα παιδιά σε όλες της τις μορφές (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, λεκτική, παραμέληση) και ασκείται από εκείνους που ασκούν το γονεϊκό ρόλο. Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά-θύματα βίας στο οικογενειακό τους περιβάλλον εμφανίζουν πλήθος από ψυχοσωματικές και άλλου τύπου διαταραχές, από νυχτερινή ενούρηση έως απόπειρες αυτοκτονίας. Επίσης γνωρίζουμε ότι αυτά τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στην εμπλοκή τους σε παραβατικές πράξεις και συχνά από θύματα γίνονται δράστες. Ολες σχεδόν οι έρευνες δείχνουν ότι η κακοποίηση είναι διαταξική και αγγίζει όλα τα κοινωνικά στρώματα, με περισσότερη ίσως συχνότητα σε κοινωνικά αποκλεισμένες κοινωνικές και πληθυσμιακές ομάδες. Περισσότερη έρευνα χρειαζόμαστε στην εκτίμηση κάποιων ευάλωτων κατηγοριών παιδιών, όπως είναι για παράδειγμα τα παιδιά με αναπηρίες ή/και τα έγκλειστα σε ιδρύματα παιδιά.
«Πώς όμως αντιμετωπίζουμε σήμερα στη χώρα μας τα όποια περιστατικά κακοποίησης δημοσιοποιούνται; Πώς προστατεύονται τα παιδιά θύματα κακοποίησης; Πώς διαχειριζόμαστε το κοινωνικό φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας; Μέσα από ποιο θεσμικό πλαίσιο και κυρίως με ποιους φορείς και επαγγελματίες; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα», παρατηρεί η κ. Αρτινοπούλου, “που μπορεί κάποιος να διατυπώσει προκειμένου να διαγράψει το θεσμικό πλαίσιο παροχής βοήθειας και προστασίας των κακοποιημένων παιδιών σήμερα” και προσθέτει: “Εάν εξαιρέσει κανείς την ύπαρξη ελάχιστων και κεντρικών μονάδων για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της κακοποίησης των παιδιών (όπως στο Νοσοκομείο Παίδων “Αγία Σοφία”), όπου έμπειροι και κατάλληλα εκπαιδευμένοι επαγγελματίες διαγιγνώσκουν, πίσω από τις όποιες σωματικές βλάβες, περιστατικά κακοποίησης, δεν υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης. Ειδικά προγράμματα επιμόρφωσης και ευαισθητοποίησης των επαγγελματιών υγείας απουσιάζουν, όπως επίσης η ευρύτερη χρήση των επιστημονικών εργαλείων εκτίμησης και διάγνωσης.
Στις βαθμίδες της προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν υπάρχει ούτε ειδική εκπαίδευση των παιδαγωγών ούτε βεβαίως επαγγελματίες, όπως παιδοψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.ά., που θα μπορούσαν να διαγνώσουν και να χειριστούν ένα παρόμοιο περιστατικό κακοποίησης, που συχνά είναι εμφανές στο πλαίσιο της σχολικής τάξης. Ακόμα και στην περίπτωση που διαγνωσθεί το περιστατικό, δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένη η λειτουργική σχέση του σχολείου με τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου, ώστε να παραπέμπονται τα περιστατικά και να τυγχάνουν κατάλληλης μεταχείρισης και αντιμετώπισης.
Στη χώρα μας δεν υπάρχει ούτε ένας φορέας του επίσημου κοινωνικού ελέγχου που να ασχολείται ad hoc με παιδιά-θύματα κακοποίησης ή την ενδοοικογενειακή βία, σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Παρόμοια περιστατικά αντιμετωπίζονται από κοινού με άλλα κοινωνικά προβλήματα στο πλαίσιο των κοινωνικών υπηρεσιών της νομαρχιακής ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Υπάρχει παντελής έλλειψη κοινωνικο-υποστηρικτικών δομών όπου θα μπορούσε να καταφύγει το κακοποιημένο παιδί, η κακοποιημένη μητέρα και να δεχθεί την κατάλληλη συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη, σε ένα ζεστό και φιλικό περιβάλλον με εξειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλη υποδομή. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε ξενώνες όπου θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν τα θύματα κατά το διάστημα της κρίσης. Αυτή η παντελής έλλειψη κοινωνικο-υποστηρικτικών δομών από την πλευρά της πολιτείας καλύπτεται σήμερα από τη δράση Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και του εθελοντισμού, που είναι αναμφισβήτητα χρήσιμη, ωστόσο δεν μπορεί να υποκαθιστά την ευθύνη μιας ευνομούμενης πολιτείας».
«Διαπιστώνουμε έτσι», συμπεραίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, «ότι στο επίπεδο της θεωρίας και της θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των παιδιών, η Ελλάδα δεν διαφοροποιείται έντονα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα, στο επίπεδο της πρόληψης και της αντιμετώπισης της κακοποίησης των παιδιών, η χώρα μας προκλητικά …αδιαφορεί -μέσω της θεσμικής και κοινωνικής της αδράνειας- για την εφαρμογή όλων των συστάσεων των σχετικών διεθνών οργανισμών, που αφορούν τη δημιουργία και ανάπτυξη κάθε μορφής κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για την αρωγή των παιδιών θυμάτων κακοποίησης!».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 18/02/2006