Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου οι συνέπειες ενός αυτοκινητικού ατυχήματος εκφεύγουν της απλής πρόκλησης υλικών ζημιών και πλήττουν τα σημαντικότερα εκ των εννόμων αγαθών του ατόμου, δηλαδή αυτά της σωματικής του ακεραιότητας και της ίδιας του της ζωής. Ειδικότερα η προσβολή του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας ενίοτε λαμβάνει ατυχώς την μορφή της πρόκλησης αναπηρίας ή παραμόρφωσης, η οποία μέλλει να συνοδεύσει μόνιμα τον παθόντα στο υπόλοιπο της ζωής του.
Στις περιπτώσεις αυτές, πρωτεϊκή σημασία και κρισιμότητα ενέχει το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος και της υγείας του προσώπου, δηλαδή ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαμβάνει και της συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος. Η προστασία αυτή μάλιστα δεν διέπει μόνο τις σχέσεις των πολιτών προς το κράτος, αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς να συνδέεται αναγκαία με τον ορισμό οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων για τον παθόντα.
Εντούτοις, ο νομοθέτης έκρινε δικαιολογημένα, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση του θύματος ενός ατυχήματος αποτελεί ένα επιπλέον επιβαρυντικό αποτέλεσμα που, έστω κι αν δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή βάση για την θεμελίωση αξίωσης προς αποζημίωση, θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη, δεδομένου ότι επηρεάζει ουσιωδώς την μελλοντική εξέλιξη του ατόμου σε όλους τους επιμέρους τομείς της ζωής του.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 931 του Αστικού Κώδικα, «η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η εκτίμηση του γεγονότος της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφορά τον καθορισμό της επιδικαστέας αποζημίωσης για υλική ζημία, η αξίωση επί της οποίας έχει ήδη θεμελιωθεί σε κάποια άλλη διάταξη του νόμου, όπως την 914 ΑΚ (αξίωση από αδικοπραξία) ή την 932 ΑΚ (αξίωση για χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης).
Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ με τον όρο «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής του εμφάνισης, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαία από την ιατρική, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Εξάλλου, το γεγονός της πρόκλησης αναπηρίας ή παραμόρφωσης στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη αντικειμενικά, χωρίς να ενδιαφέρει το αν προήλθε από υποκειμενικά ή αντικειμενικά άδικη πράξη, αρκεί να επιδρά στο μέλλον του ατόμου.
Ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Εντούτοις, δεν απαιτείται βεβαιότητα περί της δυσμενούς επίδρασης της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου, καθώς αρκεί η αποδοχή της απλής δυνατότητας επέλευσής της κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Ειδικά στον επαγγελματικό τομέα η σωματική αναπηρία ή παραμόρφωση του ατόμου αποτελεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δυσμενές στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του, καθώς οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν έναντι των υγειών συναδέλφων τους με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας.
Εντούτοις, η χρηματική παροχή που ορίζει το άρθρο 931 ΑΚ για τον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του, δεν αποτελεί αποζημίωση, καθώς η τελευταία συνδέεται εννοιολογικά με την επίκληση και απόδειξη περιουσιακής ζημίας, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Και ναι μεν η ανικανότητα προς εργασία, ως συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης μπορεί να αποτελέσει βάση αξίωσης προς αποζημίωση, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αλλά το νομικό της θεμέλιο το βρίσκει στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, που αφορά την αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων.
Ωστόσο, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατά ανάγκη και πρόκληση περιουσιακής ζημίας στον παθόντα. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο παθών είναι ανήλικος και δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επίκληση περιουσιακής ζημίας λόγω της επέλευσης της αναπηρίας ή παραμόρφωσης.
Από την άλλη πλευρά, παρά το γεγονός, ότι δεν μπορεί να γίνει ακριβής πρόβλεψη για το αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, είναι εντούτοις βέβαιο, ότι, ανάλογα με τον βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), θα έχει οπωσδήποτε δυσμενή επίδραση στην κοινωνική και οικονομική εξέλιξη αυτού. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου δια του οποίου αυτή θα επισυμβεί και των συνεπειών της στο κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του παθόντος.
Συνεπώς, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, τελεί σε συνάφεια ακριβώς με το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης και δεν συνδέεται με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το δε ύψος του επιδικαζόμενου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, όπως το είδος και οι συνέπειες της αναπηρίας και παραμόρφωσης και η ηλικία του παθόντος.
www.capital.gr 2/7/2008