«Το φαγητό μου το πληρώνω μόνος μου». Μια αφίσα με αυτό το σύνθημα κρέμεται σε έναν από τους τοίχους μιας μικρής αλλά όμορφης αίθουσας υποδοχής ασθενών. Το ιατρείο που βρίσκεται στο κέντρο της Κολωνίας ανήκει στον παθολόγο Βάλτερ Ντρες. Ο 63χρονος γερμανός γιατρός είναι ένα από τα 510 μέλη της Πρωτοβουλίας Αδιάφθορων Γιατρών (MEZIS). Μια πρωτοβουλία που ιδρύθηκε στη Φρανκφούρτη το 2007 ξεκινώντας με μόλις οχτώ γιατρούς και στην οποία συμετέχει και η μη κυβερνητική οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International). Ελάχιστοι εάν σκεφθεί κανείς ότι στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 280.000 γιατροί.
Η ΜΕΖΙS «Mein Essen zahl ich selbst», όπως είναι η συντομογραφία στα γερμανικά της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, έχει ως στόχο να μην επιτρέπει την είσοδο στα ιατρεία εκπροσώπων φαρμακευτικών εταιρειών, να μην διανέμει σχετικές πληροφορίες, οι γιατροί να μην συμμετέχουν σε ημερίδες και συνέδρια πληρωμένα από τις φαρμακοβιομηχανίες και να γράφουν φάρμακα στους ασθενείς τους που δεν είναι τα πιο ακριβά και «καινοτόμα» αλλά τα πιο ενδεδειγμένα για τη θεραπεία.
Ο Βάλτερ Ντρες γνωρίζει τη διαφθορά και τα φακελάκια που υπάρχουν στην Ελλάδα αλλά δεν χαρίζεται ούτε στους γερμανούς συναδέλφους του: «Ναι, μπορούμε να το πούμε πως υπάρχει διαφθορά. Και μπορούμε επίσης να πούμε πως υπάρχουν δομές παρόμοιες με αυτές στο οργανωμένο έγκλημα. Αυτό που λείπει είναι η βία. Δεν χρειάζεται να δω κάτω από το αυτοκίνητο μου εάν υπάρχει εκρηκτικός μηχανισμός, όμως η δομή και τα ποσά που διακινούνται έχουν παρόμοιες διαστάσεις». Ένας γιατρός για παράδειγμα μπορεί να πάρει μέχρι και 200 ευρώ ανά ασθενή από μια φαρμακευτική εταιρεία για να βάλει απλά μερικούς «σταυρούς» σε ερωτηματολόγιο σχετικά με το εάν είναι καλό το «καινοτόμο» φάρμακο που πουλάει η φαρμακευτική. Δεν είναι παράνομη η δραστηριότητα, βέβαια επηρεάζει όμως τη συμπεριφορά του γιατρού, όπως λέει ο κ. Ντρες.
Στόχος της φαρμακοβιομηχανίας η συνταγογράφηση
Κάθε χρόνο 15.000 εκπρόσωποι φαρμακευτικών εταιρειών πραγματοποιούν 20 εκατομμύρια επισκέψεις σε ιατρεία και νοσοκομεία προσπαθώντας να πουλήσουν τα κατά κανόνα πολύ ακριβότερα και όχι απαραίτητα αποτελεσματικότερα φάρμακά τους, όπως δηλώνει στην Deutsche Welle η Κριστίνε Φίσερ, πρόεδρος της MEZIS.
«Η φαρμακοβιομηχανία παρουσιάζεται ως μέρος του συστήματος υγείας. Δεν είναι όμως. Είναι όπως η αυτοκινητοβιομηχανία που φτιάχνει αυτοκίνητα ή εργολαβικές εταιρείες που χτίζουν νοσοκομεία. Η φαρμακοβιομηχανία θα έπρεπε να είναι μια βιομηχανία που φτιάχνει φάρμακα που εμείς οι γιατροί χρειαζόμαστε. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η φαρμακοβιομηχανία προσποιείται ότι είναι μέρος του συστήματος υγείας και εκεί ξεκινάει το πρόβλημα. Έρχονται αντιπρόσωποι των φαρμακοβιομηχανιών στα ιατρεία και λένε πως έχουν πληροφορίες για εμάς. Δεν έχουν όμως πληροφορίες, έχουν διαφημίσεις. Θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο που συνταγογραφώ, να γράφω πιο ακριβά φάρμακα. Προσπαθούν να το κάνουν προσφέροντας διαφημιστικά δώρα, το κάνουν σπονσοράροντας εκπαιδευτικά σεμινάρια, πληρώνοντας ταξίδια και αεροπορικά εισιτήρια, το φαγητό. Με αυτό τον τρόπο αλλάζουν τον τρόπο συνταγογράφησης».
Τόσο ο Βάλτερ Ντρες όσο και η Κριστίνε Φίσερ επιμένουν πως τα νέα καινοτόμα φάρμακα που συχνά προσπαθούν να τους πουλήσουν οι φαρμακοβιομηχανίες δεν είναι αποτελεσματικότερα, απλώς πολύ πιο ακριβά. Από τις 1.600 γνωστές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο στα φάρμακα μόνο το 10% αποτελεί πραγματικά ουσιαστική καινοτομία, δηλαδή έχουν πραγματικά θεραπευτικό αποτέλεσμα. Η Κριστίνε Φίσερ μας δίνει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Σχετικά με το φάρμακο για τη μείωση της χοληστερόλης Inegy τα εκατό δισκία κοστίζουν 179,26 €, ενώ 100 δισκία Simvastatin 20 mg κοστίζουν 16,01 €. Επίσης σύμφωνα με την κυρία Φίσερ το συγκεκριμένο φάρμακο δεν είναι αποτελεσματικότερο, ενώ είναι και λιγότερο ασφαλές.
Η «ασθένεια» της απληστίας
Η απληστία και η προσπάθεια προσπορισμού εύκολου κέρδους στο χώρο της υγείας εξανάγκασαν και την 40χρονη ελληνογερμανίδα οδοντίατρο Δ. να πάρει την απόφαση να ανοίξει δικό της ιατρείο μην αντέχοντας την καθημερινότητα στα οδοντιατρεία και τις κλινικές που εργαζόταν. «Θυμάμαι ότι για τους συναδέλφους μου αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν ο τζίρος που θα κάναμε και πολύ λίγο οι ασθενείς. Αυτό ξεκινούσε από το να τους βάζουμε να πληρώνουν πράγματα που δεν είχαμε κάνει ή η θεραπεία γινόταν άσχημα διότι γινόταν κάτω από μεγάλη χρονική πίεση».
Και η συμπεριφορά αυτή δεν αφορούσε μόνο ενήλικες αλλά και παιδιά: «Υπήρχαν δύο ιατρεία όπου εργάστηκα, όπου είχα την εντύπωση πως όχι μόνο σε ενήλικες αλλά και σε παιδιά έκαναν ολική νάρκωση γιατί η επίσκεψη θα διαρκούσε λιγότερο. Φυσικά με τα παιδιά ή με τους ασθενείς που φοβούνται είναι για εμάς ευκολότερο να δουλέψουμε αλλά κατά τη γνώμη μου υπήρχαν περιπτώσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε τη θεραπεία κανονικά, όμως θα διαρκούσε περισσότερο ή θα χρειαζόντουσαν περισσότερες επισκέψεις. Με ολική νάρκωση διαρκούσε μια ώρα».
Πάνω από όλα ήταν το κέρδος. Ο κάθε γιατρός, στην τελευταία κλινική που εργαζόταν η Δ. έπρεπε το μήνα να κάνει τζίρο μεταξύ 13.000 και 15.000 ευρώ. Η Δ. δεν τα κατάφερε πιάνοντας μόλις 9.000 ευρώ το μήνα. Είχε το ελάττωμα να αφιερώνει χρόνο στους ασθενείς της και για αυτό την απέλυσαν. Ευτυχώς, όπως λέει, είναι σήμερα ανακουφισμένη που δεν πρέπει πλέον να δουλεύει κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Η διαφθορά στη Γερμανία στο χώρο της υγείας υπάρχει, λοιπόν, αλλά καλυμμένη. Στα όρια της νομιμότητας. Αυτό που απαιτείται είναι μια αλλαγή νοοτροπίας. Οι γιατροί να μην κολακεύονται από τις υψηλές αμοιβές για έρευνες, πανάκριβα ταξίδια, συνέδρια, δώρα – όπως για παράδειγμα λογισμικό για τους υπολογιστές, το οποίο στο γιατρό θα κοστίσει μόνο 300 αντί 13.000 ευρώ! Κι αυτό γιατί οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν τελικά στόχο τα δικά τους συμφέροντα και όχι των ασφαλισμένων.
Μαρία Ρηγούτσου
Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη
dw.de 3-2-2014