Σε μια τέτοια προοπτική, τα μειονεκτήματα του μικρού μεγέθους της επιχείρησης και του μικρού μεγέθους της παραγωγής, ή ακόμα και τα μειονεκτήματα του τόπου εγκατάστασης της, μπορούν να γίνουν
πλεονεκτήματα, ενώ ακόμα περισσότερο, δυναμικές πρωτοβουλίες μπορούν να αναπτυχθούν πλέον με σημαντικές δυνατότητες επιτυχίες από άτομα ή και ομάδες μεμονωμένων παραγωγών.
Μας αρέσει να λέμε ότι ζούμε στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» της χωρίς όρια κυκλοφορίας των ιδεών, των προϊόντων, αλλά πάνω από όλα των χρημάτων. κάποιος είχε μιλήσει ότι είμαστε στο τέλος της ιστορίας, με την έννοια του ότι, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» εκεί κάπου στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, η ανθρωπότητα μπήκε επιτέλους στον δρόμο της, ο κοινωνικός σχηματισμός που ζούμε, είναι ο τελευταίος που γνωρίζομε.
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι είμαστε στην φάση, μιας γενικότερης μετάβασης, από την βιομηχανία και τους τρόπους παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών που γνωρίσαμε τα μεταπολεμικά χρόνια στην «νέα οικονομία», στην οικονομία της κοινωνίας των πληροφοριών.
Την ίδια στιγμή, καταναλωτικά πρότυπα, που κυριάρχησαν μετά τον πόλεμο, και που κυρίως στηρίζονται στην μαζική παραγωγή των προϊόντων και υπηρεσιών, χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταπολεμικής περιόδου ανάπτυξης της οικονομίας, στις ημέρες μας αρχίζουν να υποχωρούν, καθώς ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός καταναλωτών, κυρίως από τον λεγόμενο δυτικό «αναπτυγμένο κόσμο», με μία όλο και μεγαλύτερη αγοραστική ικανότητα, αναζητά εκείνα τα προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρουν εχέγγυα ποιότητας, με κυρίαρχο στοιχείο εδώ την έννοια της εξατομίκευση και της μοναδικότητας και αυτό το βλέπουμε παντού, στα ρούχα, τα φαγητά, στις διακοπές του, αλλά και στην εκπαίδευση κλπ.
Φαίνεται έτσι, ότι η λογική του «πακέτου» έχει περάσει, τα επόμενα χρόνια αυτό που θα κυριαρχεί θα είναι η λογική και η πρακτική της «προσωπικής υπηρεσίας και προϊόντος»
Είναι χαρακτηριστικό – αν και αναμενόμενο, ότι αυτή η τάση, ξεκίνησε πρώτα και κύρια από εκείνο τον οικονομικό κλάδο που αναπτύχθηκε στην βάση της μαζικής παραγωγής του προϊόντος του, τον τουρισμό. Η μαζικοποίηση του τουρισμού μετά από την συστηματική είσοδο των μεγάλων διεθνών εταιρειών τουρισμού (tour-operators) στον παγκόσμιο χώρο υπήρξε ραγδαία.
Από τα μέσα, όμως, της δεκαετίας του ‘70 και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, μια σειρά από εξελίξεις διαφοροποιούν αυτό το κυρίαρχο πρότυπο τουρισμού και οδηγούν στην ανάπτυξη νέων προτύπων τουρισμού, (αγροτουρισμός, χειμερινός τουρισμός κλπ)
Οι εξελίξεις που επηρέασαν αυτή την τάση, ήταν από την μία πλευρά, οι αντιδράσεις και έντονη κριτική από ειδικούς επιστήμονες διεθνώς αλλά και φορείς των κρατών ή περιοχών που ανάπτυξαν υποδομές υποδοχής οργανωμένου μαζικού τουρισμού για τις επιπτώσεις που δημιουργήθηκαν στην κοινωνία, την οικονομία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό από αυτό το πρότυπο, αλλά και από την άλλη μια σταδιακή αλλαγή στα κίνητρα των τουριστών διεθνώς: από το ταξίδι των διακοπών και τις ξεκούρασης με βασικό έμβλημα τα τέσσερα s (sun, sand, sex, sea), φτάνουμε στα ταξίδια διακοπών με κίνητρο το περιβάλλον, την επιστροφή στη φύση, την παραδοσιακή διαβίωση, τον πολιτισμό.
Αυτή η σταδιακή στροφή σηματοδότησε την ανάπτυξη μιας νέας δυναμικής αγοράς: αυτής των ειδικών μορφών τουρισμού. Η αγορά αυτή εκφράζει το πρότυπο των “ενεργητικών” διακοπών σε αντίθεση με την αγορά του οργανωμένου μαζικού τουρισμού που εκφράζει το πρότυπο των “παθητικών” διακοπών.
Αντίστοιχες διαδικασίες εμφανίζονται και σε μια σειρά από άλλους κλάδους, ο κλάδος των τροφίμων είναι ένα εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια με την μαζική στροφή των καταναλωτών σε οικολογικά, βιολογικά και παραδοσιακά προϊόντα, εξ’ αιτίας ακριβώς των κινδύνων για την υγεία που εμφανίστηκε ότι ελλοχεύουν στα προϊόντα μαζικής παραγωγής.
Οπως, η παραγωγή αυτών των προϊόντων ή και υπηρεσιών, εκ’ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι μαζική, έτσι το μέγεθος των επιχειρήσεων που τα παράγουν δεν έχει πλέον σπουδαία σημασία.
Σε μια τέτοια προοπτική, τα μειονεκτήματα του μικρού μεγέθους της επιχείρησης και του μικρού μεγέθους της παραγωγής, ή ακόμα και τα μειονεκτήματα του τόπου εγκατάστασης της, μπορούν να γίνουν πλεονεκτήματα, ενώ ακόμα περισσότερο, δυναμικές πρωτοβουλίες μπορούν να αναπτυχθούν πλέον με σημαντικές δυνατότητες επιτυχίες από άτομα ή και ομάδες μεμονωμένων παραγωγών.
Στο βαθμό που μικρές επιχειρήσεις προσανατολιστούν στην παραγωγή προϊόντων η υπηρεσιών που ικανοποιούν τις ανάγκες και απαιτήσεις εξειδικευμένων αγορών και καταναλωτών, τα προϊόντα τους αποκτήσουν εκείνη την μοναδικότητα που θα τους επιτρέψει να μπουν σε αγορές που έχουν απαιτήσεις ποιότητας και όχι ποσότητας, τότε είναι αναμενόμενο, ότι αυτές οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες θα ανταμειφθούν γιατί αυτοί οι καταναλωτές μπορούν και θέλουν να πληρώσουν περισσότερα για αυτά τα προϊόντα.