Σύμφωνα με το υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για το νέο Ασφαλιστικό σύστημα όπως αυτό ανακοινώθηκε στις 11 Μαΐου 2010, οι σημαντικότερες από τις βασικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στους πολίτες με αναπηρία σημειώνονται περιληπτικά πιο κάτω.
Στο πρώτο κιόλας άρθρο γίνεται εννοιολογική επισήμανση για τον προσδιορισμό της βασικής και της αναλογικής σύνταξης. Συγκεκριμένα:
- Η Βασική σύνταξη είναι το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2018 υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.
- Η Αναλογική σύνταξη είναι το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2013 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018 σε φορείς κύριας ασφάλισης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2, από 1.1.2018 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη το ύψος της οποίας για το έτος 2010 καθορίζεται στα 360€ και αναπροσαρμόζεται από 1.1.2014 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του ΑΕΠ και σε συνάρτηση με τις οικονομικές δυνατότητες των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Συγκεκριμένα, για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης (δηλαδή 270 ευρώ), και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής (δηλαδή 180 ευρώ). Σημειώνεται πως η μείωση αυτή δεν έχει εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (Α’ 164).
Στο Άρθρο 3 του νομοσχεδίου, στην παράγραφο που αφορά στο αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2013 και εφεξής, αναφέρεται πως το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον 15 ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό 80% και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε 15 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το κατώτατο όριο που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη.
Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου και των στρατιωτικών, καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας (Άρθρο 6). Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας, ενώ από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το δημόσιο. Θυμίζουμε πως οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας.
Επίσης, καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με Αναπηρία, ενώ το ποσοστό αναπηρίας προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας (Άρθρο 7), που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Έως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν.
Σχετικά με τη μονιμοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993 (Άρθρο 8), ισχύουν τα εξής:
- Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφ’ όσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη.
- Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται αυτοδικαίως οριστικές όταν:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης 7 ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης 5 ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
γ) Ο επί 12ετία συνεχώς συνταξιοδοτούμενος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
δ) Ο επί 20ετία διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς συνταξιοδοτούμενος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
Σημειώνεται πως ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η αναπηρία του είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφόσον είτε λόγω ουσιώδους επιδείνωσης είτε λόγω σημαντικού περιορισμού της βιοποριστικής του ικανότητας πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν τον φορέα στον οποίο ασφαλίζεται (Άρθρο 9).
Στο Άρθρο 13 γίνεται αναφορά στους ειδικούς όρους συνταξιοδότησης επιζώντων δικαιούχων. Συγκεκριμένα, αν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Όσον αφορά στην απασχόληση των συνταξιούχων αναπηρίας (Άρθρο 16), διευκρινίζεται πως αν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας με βάση τoν Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή με διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.
Για το θέμα της αμοιβής και παρακράτησης εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων, σημειώνουμε πως με το Άρθρο 20 του νομοσχεδίου θεσμοθετείται τρόπος ασφάλισης του οικόσιτου προσωπικού μέσω ειδικών διπλότυπων επιταγών συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου, το ποσό της εργοδοτικής εισφοράς, καθώς και το ποσό της εισφοράς του εργαζομένου υπέρ του οικείου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Πιο συγκεκριμένα, στις ρυθμίσεις αυτές υπάγεται υποχρεωτικά το κατ’ οίκον απασχολούμενο προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, αμειβόμενο με την ώρα ή την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα, είτε προς έναν είτε προς περισσότερους του ενός εργοδότες, για την ίδια μισθολογική περίοδο, που καλύπτεται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ενδεικτικά υπάγονται οι εξής εργασίες: Οι υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (οικιακή καθαριότητα, γενικό νοικοκυριό), οι κηπουρικές εργασίες, η παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, η φύλαξη και μεταφορά παιδιών νηπίων και βρεφών, η υποστήριξη με την παροχή κάθε μορφής βοήθειας και φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα καθώς και σε άτομα με αναπηρία, η περιποίηση/νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων ή κατάκοιτων ατόμων, η βοήθεια σε άτομα με προβλήματα κινητικότητας (φυσικοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, συνοδεία εκτός οικίας).
Για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων του Άρθρου 20 από κάθε φυσικό πρόσωπο που δέχεται ή χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν, τηρείται υποχρεωτικά η εξής διαδικασία:
Το ειδικό εργόσημο (δηλαδή η διπλότυπη επιταγή) θα είναι συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία θα περιλαμβάνεται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου και το ποσό της εισφοράς υπέρ του οικείου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και θα διατίθεται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα των Φορέων, από τα συνεργαζόμενα με τους Φορείς τραπεζικά υποκαταστήματα, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), με καταβολή του οικείου ποσού. Οι επιταγές παροχής υπηρεσιών (τα εργόσημα) θα μεταβιβάζονται ονομαστικώς από τον εργοδότη στους εργαζόμενους ως καταβολή για την αμοιβή της παρασχεθείσης εργασίας και, στη συνέχεια, θα εξοφλούνται από τους προαναφερόμενους φορείς διαθέσεως με καταβολή του αντίστοιχου ποσού, αφού προηγουμένως παρακρατηθούν οι αναλογούσες εισφορές εργοδότη-εργαζομένου. Οι παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές και το καθαρό ποσό θα αναγράφονται στη διπλότυπη επιταγή εκ των οποίων το πρώτο τμήμα θα φυλάσσεται από τον φορέα που εξοφλεί, το δε δεύτερο από τον εργοδότη.
Στο Άρθρο 27 γίνεται αναφορά στην Ενοποίηση των Ασφαλιστικών Φορέων. Συγκεκριμένα, οι Κλάδοι Κύριας Ασφάλισης, οι οποίοι τελούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), ενοποιούνται και συγκροτούν 3 φορείς κύριας ασφάλισης: Μισθωτών, Αυτοαπασχολουμένων και Αγροτών. Έναρξη λειτουργίας των νέων φορέων κύριας ασφάλισης ορίζεται η 1.1.2018.
Σε λογιστικό επίπεδο, από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών και του Δημοσίου κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα (Λογαριασμός Οργανικού Ποσού και Λογαριασμός Συμπληρωματικού-Προνοιακού Ποσού). Σημειώνουμε πως στις προνοιακές παροχές ανήκουν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Εξωιδρυματικό Επίδομα, το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας, το Επίδομα Τυφλότητας, το Συμπληρωματικό-Προνοιακό ποσό της σύνταξης καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς τη καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς (Άρθρο 39).
Αξίζει επίσης να υπογραμμίσουμε πως στο Άρθρο 40 του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι από 1.1.2011 η καταβολή των συντάξεων, του συνόλου των παροχών, των αποδοχών των υπαλλήλων καθώς και των λοιπών πληρωμών των Ασφαλιστικών Φορέων θα διενεργείται μέσω του διατραπεζικού συστήματος πληρωμών (Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε.), ενώ μέσω του ιδίου συστήματος θα γίνεται από αυτούς και η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών τους.
Τέλος, στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συστήνεται Κέντρο Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων (Κ.Ε.Α.), από 1.1.2011, που στεγάζεται σε χώρο προσβάσιμο στους πολίτες με αναπηρία.