Σε βλέπω να περπατάς με το κεφάλι σκυφτό τα χέρια σου να πέφτουν βαριά κι αδύναμα, και οι ώμοι σου γερμένοι. Σε βλέπω, να πέφτεις και να σηκώνεσαι, να πεθαίνεις και να ανασταίνεσαι τα δάκρυα σου να κυλούν αργά από τις κόρες των ματιών ξεπλένοντας την ψυχή σου.
Σε βλέπω, να ταξιδεύεις μέσα στα μονοπάτια της ματαίωσης, να κακοπερνάς μέσα στις φυλακές της αδικίας και του θυμού, να χάνεσαι μέσα στους λαβύρινθους της συνείδησης και του υποσυνειδήτου, του νου και της σάρκας, της ύλης και του πνεύματος τα χέρια σου τρέμουν, οι παλμοί της καρδιάς ανεβαίνουν. Σε βλέπω, βουτηγμένο μέσα στις ανασφάλειες και στην αλαζονεία, στον τρόμο και στα έλκη στομάχου, στο άγχος και στο στρες και στους σπασμούς και στις νευρώσεις. Σε βλέπω, να σε πνίγουν μέσα σε στόχους και προγράμματα, σε σκοπούς και προορισμούς, σε πορείες και διαδηλώσεις, που απλά γεμίζουν τη μέρα και τα πορτοφόλια των λίγων και αδίστακτων. Σε βλέπω κάπου μονάχο μέσα σε αυτά τα πλάνα τα καθημερινά που κυβερνάνε ζωές, καθορίζουν ψυχές, σπρώχνοντας την ελπίδα και το όνειρο ολοένα και πιο πέρα, στο απώτερο μέλλον.
Σε βλέπω, μπλεγμένο μέσα στα γρανάζια της ρουτινιάρικης και μίζερης ζωής σου, που κάθεσαι και την οικτίρεις γιατί δεν είναι όπως τη θες
Σε βλέπω, πόσο κουρασμένος νοιώθεις θέλεις να φύγεις να πας κάπου που τίποτα και κανένας δε θα σου θυμίζει αυτόν τον παράλογο και άδικο κόσμο να είχες λέει, ένα σπίτι δίπλα σε μια λίμνη, να ήταν απόγευμα ο ήλιος θα μάζευε και τις τελευταίες του αχτίδες και εσύ να κάθεσαι και να ατενίζεις το χρυσαφένιο του χαμόγελο που θα άφηνε σιωπηλά πάνω στα νερά της λίμνης
Πόσο τα αγαπάς αυτά τα ταξίδια κάθε που δεν είσαι καλά, κάθεσαι και ταξιδεύεις άλλοτε πας στη «λευκή πόλη» (Βιέννη) για να ανοίξεις τα φτερά σου και να πετάξεις σε άλλους κόσμους, παραμυθένιους άλλοτε πετάγεσαι μέχρι τα πλακόστρωτα της Ρώμης για ένα cappuccino αφρόγαλα περνάς και μια βόλτα από το Παρίσι για να χαζέψεις στις βιτρίνες λαμπερά φορέματα, φτιαγμένα να αγκαλιάζουν τα κάλλη μιας πριγκιποπούλας και μετά… μετά περνάς μια βόλτα και από «το νησί που καπνίζει» Νέα Ζηλανδία, όλη μέρα ξεγνοιασιά!! Κάθεσαι στην κοιλάδα του Βακαρέι κι ατενίζεις τις λίμνες που κοχλάζουν, σαν το αίμα σου μα κείνο που αγαπάς πιο πολύ, είναι να κάνεις περατζάδες μέσα στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι… να κλείνεις τα μάτια σου και να γίνεσαι νεράιδα, να γίνεσαι ξωτικό να το χαϊδεύεις με τα ελαφρά σου βήματα κι αυτό να σου χαμογελά, να σου δίνει τη λάμψη του για λίγο, ίσα που να σου δίνει ανάσα για το επόμενο ταξίδι σου.
Μην σταματάς να ονειρεύεσαι, μην σταματάς να ελπίζεις! Τα όνειρα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν απαγορεύονται. Ζούμε στους χρόνους του άκρατου και άκριτου υλισμού, το ξέρω, έχεις δίκιο. Βιώνεις καθημερινά την έλλειψη κάθε ρομαντικότητας. Ζεις σε μια κοινωνία που παραπαίει ανάμεσα σε ερείπια θεσμών και έλλειψη ιδανικών. Αλλά όπως λέει κι ο ποιητής, «θα ‘ρθει καιρός που τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση».Γι αυτό σου λέω, μην παρασύρεσαι από το μεγάλο ρεύμα. Συνέχισε να ερωτεύεσαι, συνέχισε να αγαπάς, να συμπονάς, συνέχισε να πληρώνεις το τίμημα που πληρώνουν όλες οι ευαίσθητες ψυχές σε σκληρούς καιρούς αφιλίας και αναπηρίας.
Άκου, στο cd παίζει την «Οδό Ονείρων». Γύρε τα βλέφαρα σου ευαίσθητε μαχητή σε βλέπω!!!
Τίνα Μπούσουλα, email: tinabous@yahoo.com