Δημόσια Ακρόαση με θέμα την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την προώθηση των ίσων ευκαιριών και την εξάλειψη των διακρίσεων, πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με συμμετοχή των εμπειρογνωμόνων κ. Marc de Vos, Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γάνδης, κ. John Wrench, εκπρόσωπο της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα, και κ. Martin A. Swain, Διευθυντή της Μονάδας “Σχέσεις με τους εργαζομένους, Πολυμορφία και Ενσωμάτωση”, του Τμήματος Ανθρωπίνων Πόρων πολυεθνικής εταιρείας.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την πρόληψη των διακρίσεων με βάση τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή (Οδηγία 2000/43/ΕΚ για τη φυλετική ισότητα), και με βάση τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή το γενετήσιο προσανατολισμό (Οδηγία 2000/78/ΕΚ – πλαίσιο για την απασχόληση). Οι δύο οδηγίες πηγάζουν άμεσα από το άρθρο 13 της συνθήκης του Άμστερνταμ που τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 1999, και καθορίζουν μια σειρά αρχών που παρέχουν ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο νομικής προστασίας κατά των διακρίσεων.
Στόχος της Ακρόασης ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο το υφιστάμενο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο κατά των διακρίσεων εφαρμόζεται σωστά στα Κράτη-Μέλη, να εντοπιστούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται για τη μεταφορά της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο, και να εξεταστεί η ανάγκη θέσπισης νέας νομοθεσίας.
Όπως τόνισε η κ. Τζαμπάζη, “η ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο του Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου κατά των διακρίσεων αποτελεί ένα πρώτο βήμα, ωστόσο δεν συνεπάγεται και την αποτελεσματική εφαρμογή των Οδηγιών για την ίση μεταχείριση”. “Η αποτελεσματική εφαρμογή τους, πρόσθεσε, είναι κυρίως θέμα πολιτικής βούλησης, που θα μεταφραστεί σε συγκεκριμένα μέτρα με σκοπό την ενεργοποίηση των κοινωνικών φορέων και οργανώσεων που ασχολούνται συστηματικά με τον αγώνα ενάντια στις διακρίσεις, αλλά και των ίδιων των συνειδητοποιημένων πολιτών. Αυτή η έμπρακτη κινητοποίηση, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αποτελεσματική εφαρμογή του θετικού αυτού βήματος”.
Αναφερόμενη στη θεσμική προστασία των ατόμων που υφίστανται διακρίσεις, η Ευρωβουλευτής δήλωσε ότι “παραμένει ημιτελής και ανολοκλήρωτη”. Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε η ευρωπαϊκή νομοθεσία κατά των διακρίσεων να συμπληρωθεί και να τροποποιηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να απολαμβάνουν το δικαίωμα προστασίας από τις ποικίλες διακρίσεις, όσο το δυνατόν περισσότερες ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, και επιπλέον, η προστασία αυτή να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς του δημόσιου βίου, πέραν του τομέα της απασχόλησης.
“Τα άτομα με αναπηρία, δήλωσε, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην εκπαίδευση, την απασχόληση, την πρόσβαση στις πολιτιστικές δραστηριότητες καθώς η ελεύθερη κυκλοφορία τους παρεμποδίζεται από τα πολυάριθμα εμπόδια – αρχιτεκτονικά, επικοινωνιακά, καθώς επίσης και από ύπαρξη προκαταλήψεων ή από έλλειψη υποστήριξης. Προκειμένου, επομένως,
το αγαθό της ισονομίας να λάβει σάρκα και οστά με τρόπο που να αντιστοιχεί στις επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας, είναι ανάγκη το πεδίο της προστασίας κατά των διακρίσεων να επεκταθεί περαιτέρω καλύπτοντας τομείς όπως τα κοινωνικά πλεονεκτήματα, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και -σε καθοριστικό βαθμό- την πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες που διατίθενται στο κοινό”.