Σήμερα ολοένα και περισσότερο γίνεται αναγνωρίσιμη η ανάγκη για την ύπαρξη συμβουλευτικής προσανατολισμένης στην αναπηρία η οποία θα συναντά τις ανάγκες των ανθρώπων με αναπηρίες και δεν θα τις αγνοεί.
Τα ερωτήματα σχετικά με την προσέγγιση της συμβουλευτικής παρέμβασης είναι πολλά και μπερδεμένα ωστόσο ένα είναι σίγουρο: στην αίθουσα συμβουλευτικής αναπαράγονται στάσεις, προκαταλήψεις και μηχανισμοί και σχέσεις εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου από την μεριά των συμβούλων και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν συνείδηση αυτών των στάσεών τους.
Η συμβουλευτική δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και χρειάζεται συγκρότηση από μεριάς των συμβούλων.
Κρίνεται απαραίτητη μια νέα προσέγγιση συμβουλευτικής και μάλιστα αναπηροκεντρικής συμβουλευτικής που θα αναγνωρίζει την καταπίεση και την ανελευθερία στη σχέση συμβούλου – πελάτη και θα έχει ενσωματώσει το κοινωνικό μοντέλο της ανικανότητας.
Εδώ μπαίνει ο ρόλος του συμβούλου ως του ανθρώπου που θα είναι αποδεσμευμένος από τέτοιες στάσεις και προκαταλήψεις για να εγκαθιδρύσει θεραπευτική σχέση εμπιστοσύνης και ισοτιμίας.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται οι σύμβουλοι να λάβουν εκπαίδευση επικεντρωμένη στην ισότητα προκειμένου να κατανοήσουν την ανικανότητα ως κοινωνικό κατασκεύασμα και όχι ως προσωπική τραγωδία.
Είναι απαραίτητο να δούμε την αναπηρία κάτω από πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, μέσα στο περιβάλλον εντός του οποίου πραγματώνεται.
Αναλύοντας την αναπηρία από την σκοπιά του ιατρικού μοντέλου θα βγάζαμε το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που έχουν αποκτήσει αναπηρία είναι φυσικό να λυπούνται τον εαυτό τους και να υιοθετούν στάσεις παθητικότητας, ντροπής, οργής και άρνησης.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι.
Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αναπηρία κάτω από το πρίσμα της σωματικής ικανότητας αλλά μέσα από το δικό της πολιτισμό και μέσα στη δική της ιστορία. Ούτε μπορούμε να υιοθετήσουμε απόψεις ικανών σωματικά ανθρώπων για την αναπηρία θεωρώντας την αναπηρία ως προσωπική τραγωδία πόνου και λύπης.
Φυσικά και η αναπηρία είναι μία περιοριστική συνθήκη ζωής που αλλάζει τη ζωή του ατόμου αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την κοινωνική της διάσταση ξεκινώντας από το ότι προκύπτει από εξωτερικά εμπόδια και περιορισμούς γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους που ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας τα πραγματικά εμπόδια δημιουργούνται επειδή ζούνε σε ένα ανάπηρο κοινωνικό περιβάλλον και όχι επειδή έχουν καταστεί ανάπηροι.
Η συμβουλευτική προσέγγιση θα πρέπει να λάβει όλα αυτά σοβαρά υπόψη της εάν θέλει να βοηθήσει τους ανθρώπους με αναπηρίες να συνειδητοποιήσουν τις υλικές τους ανάγκες, να γνωρίσουν το παράλυτο μέρος του σώματός τους, να (ξανα)μάθουν να το υπηρετούν, να το προστατεύουν και να το χειρίζονται. Η συμβουλευτική πρέπει να διευκολύνει τους ανθρώπους με αναπηρίες να ανακαλύψουν νέους κώδικες έκφρασης αυτών που συμβαίνουν στο σώμα τους.
Πρέπει να είναι μία συμβουλευτική στην οποία όλοι θα έχουν πρόσβαση και δεν θα αναπαράγει την λογική της αναπηροποιού κοινωνίας ούτε και τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν σε αυτήν.
Βέβαια οι σύμβουλοι όπως και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι δυνατό να επηρεάζονται από τις προκαταλήψεις τους και τις στάσεις τους που υπάρχουν ήδη από την παιδική τους ηλικία. Όμως οφείλουν από την στιγμή που διάλεξαν να είναι σύμβουλοι να έχουν απελευθερωθεί από αυτές τις στάσεις και να αποτρέψουν την αναπαραγωγή τους. Πρέπει να πάρουν σαφή θέση: ΜΕ ΠΟΙΑΝΟΥ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ.
Ο ρόλος του συμβούλου έγκειται στο να προάγει την δουλειά του πελάτη σεβόμενος τις αξίες του, τις προσωπικές του ανάγκες και το δικό του πλαίσιο αυτοδιαχείρισης και όχι να οδηγεί τον πελάτη σε σχέσεις καταπίεσης και ανελευθερίας εξαιτίας των δικών του προκαταλήψεων, στάσεών και ανεπαρκειών.
Οι σύμβουλοι χρειάζεται να έχουν επίγνωση των ανισορροπιών που δημιουργούνται και να ξέρουν να τις χειρίζονται, χρειάζεται να είναι γνήσιοι. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΙ.
Ο ρόλος του συμβούλου δεν είναι εύκολος, χρειάζεται σωστή εκπαίδευση που βασίζεται στην αρχή της ισότητας και πολλές δεξιότητες. Χρειαζόμαστε ικανούς συμβούλους να δημιουργήσουν μια απελευθερωτική σχέση και συμβουλευτική καθώς επίσης χρειαζόμαστε συμβούλους που ζουν οι ίδιοι κάτω από συνθήκες αναπηρίας και που γνωρίζουν καλά από τον πολιτισμό αναπηρίας και να κατανοούν την διαφορά μεταξύ προσωπικής απώλειας και ανικανότητας προκειμένου να ενημερώνουν σωστά για τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι με αναπηρίες αποκλείονται συστηματικά από την συμμετοχή στην καθημερινή ζωή.
Οι σύμβουλοι πρέπει να αποτελούν έκφραση αναπηρίας. Να είναι φορείς πολιτισμού αναπηρίας.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ακόμα και η συμβουλευτική σε ανθρώπους με αναπηρίες βασίζεται στην ιδεολογία της ικανότητας.
Ίσως αυτό να εξηγεί τον μικρό αριθμό ανθρώπων με αναπηρίες που κάνουν συμβουλευτική και τον ακόμη μικρότερο αριθμό των συμβούλων με αναπηρίες.
Ωστόσο αυτό που αποτελεί σημαντικό όρο είναι ο σύμβουλος, είτε είναι ικανός σωματικά είτε όχι, να έχει επίγνωση των εν δυνάμει προβλημάτων καθώς και των συνεπειών όταν αφήνει τις ανεπάρκειές του να εισχωρούν στην συμβουλευτική του σχέση.
Δεν χρειαζόμαστε συμβούλους που θα αναπαράγουν το ιατρικό μοντέλο αλλά συμβούλους που θα είναι ικανοί να κατανοούν τους μηχανισμούς εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου.
Επειδή, εάν οι άνθρωποι με αναπηρίες χρειάζονται κάτι, αυτό είναι η ενδυνάμωση, η εκπαίδευση και η ενημέρωση που θα τους επιτρέπει διαρκώς να κάνουν συνειδητοποιημένες επιλογές ανεξαρτησίας και να απελευθερωθούν από τυχόν κοινωνικούς καταναγκασμούς και εξαρτήσεις.
Κατερίνα Χατζηαποστόλου, Ψυχολόγου, email: katerina@disabled.gr