Στην Ελλάδα έχουμε κατασκευάσει τον όρο ΑμεΑ για να του δώσουμε την πλέον μονοδιάστατη ερμηνεία: κάθε ΑμεΑ θεωρείται ότι επιδοτείται ή πρέπει να επιδοτηθεί. Πάνω σε αυτή τη μονοδιάστατη αντίληψη έχει οικοδομηθεί όλο το σύστημα υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής υποστήριξης στην Ελλάδα.
Αυτή η μονοδιάστατη αντίληψη των ΑμεΑ έχει καταδικάσει στο περιθώριο εκατοντάδες ανθρώπων που έχουν διαφορετικές από τις συνηθισμένες και επιδοτούμενες αναπηρίες, έτσι οι κοινωνικοί φορείς που υποτίθεται πως προορίζονται για την προστασία της υγείας και της επιβίωσης των ανθρώπων με αναπηρίες αρνούνται να τους υποστηρίξουν.
Ο συνήγορος του πολίτη σε νέο του κείμενο διαπιστώνει αυτή την απουσία δομών κοινωνικής πρόνοιας όταν πρόκειται για ανθρώπους με πολλαπλές αναπηρίες που έχουν και σοβαρές ασθένειες, και ζήτησε από το Υπουργείο Υγείας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να καλυφθεί αυτό το κενό.
Αφορμή αποτέλεσαν δύο περιπτώσεις ασθενών -ο ένας τετραπληγικός με ηπατίτιδα C και ο άλλος κατάκοιτος έπειτα από εγκεφαλικό και με καρκίνο του λάρυγγα- για τους οποίους χρειάστηκε να παρέμβει ο Συνήγορος του Πολίτη, προκειμένου να γίνει δεκτή η «κατά παρέκκλιση» εισαγωγή τους σε κάποιο ίδρυμα. Όμως ποιο ίδρυμα είναι σε θέση να αναλάβει υπεύθυνα τη νοσηλεία αυτών των ασθενών; Ποιο ελληνικό ίδρυμα έχει την τεχνογνωσία και το έμπειρο προσωπικό για να κάνει τέτοια νοσηλεία;
Και στις δύο περιπτώσεις, εμπόδιο αποτέλεσε ο οργανισμός λειτουργίας των ιδρυμάτων κοινωνικής φροντίδας, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται η εισαγωγή σε αυτά ατόμων που πάσχουν από «μολυσματική νόσο, συφιλίδα, φυματίωση, καρκίνο ή άλλο βαρύ νόσημα που να χρειάζεται ειδική νοσηλεία».
Κατόπιν τούτου, τα ιδρύματα αυτά δεν έχουν την κατάλληλη στελέχωση από εξειδικευμένο προσωπικό για την περίθαλψη ατόμων με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό.
Ο Συνήγορος του Πολίτη σε πρόσφατο έγγραφο προς το Υπουργείο Υγείας ζητεί «να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την εκ των προτέρων εξεύρεση γενικότερης λύσης για τη φιλοξενία και νοσηλεία ατόμων που χρήζουν κοινωνικής φροντίδας και έχουν βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό, ώστε να μην αναζητείται κατά παρέκκλιση σχετική δυνατότητα». Επιπλέον, επισημαίνει ότι η εισαγωγή ή η παράταση νοσηλείας περιστατικών, που χρήζουν κυρίως κοινωνικής φροντίδας, σε ιδρύματα ιατρικής περίθαλψης, γίνεται ουσιαστικά εις βάρος άλλων ασθενών που χρήζουν ιατρικής φροντίδας.
Το ζήτημα δεν είναι να ληφθούν τα μέτρα. Το ζήτημα είναι να έχουν την τεχνογνωσία τα ιδρύματα, τα νοσοκομεία, τα θεραπευτήρια, τα κέντρα αποθεραπείας και αποκατάστασης για να μπορούν να χειριστούν αυτές τις τεχνικά δύσκολες ανθρώπινες καταστάσεις.
Το ζήτημα κυρίως είναι τεχνικό και λιγότερο νομικό. Οι οργανισμοί των ιδρυμάτων δεν εμποδίζουν απλώς τους πολίτες να κάνουν χρήση υπηρεσιών. Εμποδίζουν αυτά καθεαυτά τα ιδρύματα να υποχρεώσουν το προσωπικό τους να μπει σε διαδικασία επανεκπαίδευσης, ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία για να μπορεί να διαχειριστεί δύσκολες υποθέσεις διαφορετικών ασθενών.
Με τέτοιους κανονισμούς τα ιδρύματα, από κέντρα αποθεραπείας και αποκατάστασης, έχουν γίνει κέντρα αποκατάστασης δημοσίων υπαλλήλων.
ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΤΩΡΑ,
Νοέμβριος 2007