Ανάστατος και σκοτισμένος έμεινε ο Σίλιας όταν έκλεισε η πόρτα στο μικρό, φτωχό, μα νοικοκυρεμένο πατρικό του κονάκι.
Η παρέα των συγχωριανών του, που μόλις έφυγε, του είχε αναθέσει μια δύσκολη για τον χαρακτήρα του αποστολή. Του είπαν ότι, κατά τη γνώμη τους, αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος για να μεταφέρει στο νιόφερτο δάσκαλο τα παράπονά τους.
Τούτες τις μέρες, που ‘ταν σκόλη, ο δάσκαλος είχε φύγει να πάει στην πιο κοντινή μεγαλούπολη. Κίνησε για κει εψές το βράδυ και θα γύριζε σήμερα πάλι τέτοια ώρα. Η ίδια παρέα που τον είχε επισκεφτεί και χθες στο κονάκι του παπά Χρήστου, ζητώντας του να κρατήσει αυτή τη συνάντηση μυστική από το δάσκαλο, ήρθε πάλι σήμερα για να βεβαιωθεί ότι ο Σίλιας δέχτηκε και θα κάνει εκείνο που τον είχαν παρακαλέσει. Να μιλήσει δηλαδή στον καινούργιο ‘περισπούδαστο’ του χωριού και να του μεταφέρει τις απόψεις τους σαν να ήταν δικές του. Βλέπεις πίστευαν ότι πιο καλά θα μπορούσε να του τα πει ο παπάς και γιος του γέροιερέα, από εκείνους, πιο κάλμα. Κάπου θα ‘βρισκαν οι δυο τους μιαν άκρη.
Το παλικάρι στην αρχή δεν ήθελε να αναλάβει αυτό που του ανέθεσαν. Τους είπε λοιπόν ότι, όπως με τον καιρό όλα αλλάζουν, έτσι συμβαίνει και με τα σχολειά και τους δασκάλους. Μήπως αυτοί σήμερα φέρονται στα παιδιά τους όπως φερόντουσαν οι δικοί τους γονιοί σ’ εκείνους; Έτσι είναι και με τα γράμματα, αλλιώς μαθαίνονταν τότε αλλιώς σήμερα. Αυτοί δεν άκουγαν όμως τίποτα. Του απάντησαν πως στον καιρό τους όποιος πήγαινε σχολειό μάθαινε γράμματα και για να τα μάθει δεν σήκωνε κεφάλι. Και τελοσπάντων, μπορεί να έχει κάποιο δίκιο. Αλλά να ξέρει πως αυτοί δεν το ‘χαν σκοπό να ξοδεύουν τον παρά τους δίνοντας τον σ’ έναν δάσκαλο που παίρνει τα μαθητούδια και κοπροσκυλιάζουν ολημερίς στα χωράφια, γιατί είναι, λέει, φυσιολάτρης. Αν ήταν τα παιδιά να περνάνε τόσες ώρες στην ύπαιθρο, δεν θα τα έστελναν στο σχολειό, αλλά θα τα ‘βαζαν να δουλεύουν τη γη τους που χρειαζόταν χέρια, αντί να πληρώνουν ένα σωρό ξενομερίτες γι’ αυτό. Στο κάτω – κάτω, για να χαρούν την ανεμελιά και τη φύση υπάρχει και το καλοκαίρι. Σίγουρα, πρόσθεσαν, ο λόγος που τούτος ο αλαφροΐσκιωτος έφυγε για την πόλη, ήταν για ν’ αγοράσει βιβλία, που ποιος ξέρει τι έγραφαν, και να ξεσηκώσει πάλι τα μυαλά των παιδιών. Όπως και να ‘χει, με τα πολλά ο Σίλιας πείστηκε να αναλάβει αυτή την αποστολή. Τους υποσχέθηκε πως όταν θα γύριζε από το ταξίδι του ο δάσκαλος, θα του μηνούσε πως θέλει ν’ ανταμωθούν.
Όταν ο Σίλιας έμεινε και πάλι μόνος, στο μυαλό του ξανάρθαν τα λόγια που είχε ακούσει πριν από λίγο. Παραδεχόταν βέβαια ότι την εποχή που αυτός και κάποιοι από τους συγχωριανούς που μόλις τον είχαν επισκεφτεί ήσαν μαθητούδια, βασίλευε στα σχολειά περισσότερη πειθαρχία απ’ όση υπάρχει σήμερα, και πιότερο σ’ αυτά των χωριών. Τούτη η πειθαρχία τότε, ίσως βοηθούσε κάποιους να γίνονται και άλλους να φαίνονται πιο επιμελείς απ’ ότι σήμερα. Δεν ήταν σίγουρος όμως αν αυτό το φέρσιμο πήγαζε μόνο από σεβασμό για τους ανθρώπους που τους μάθαιναν τα γράμματα ή οφειλόταν και στο φόβο για τις συνέπειες που ήξεραν τα μαθητούδια ότι θ’ ακολουθούσαν αν αυτά δεν πειθαρχούσαν στους δασκάλους τους. Επιπλέον, γνώριζαν καλά ότι και οι γονιοί τους, αργότερα, δεν θα δίσταζαν ούτε στιγμή να δικαιώσουν το δάσκαλο και να επικροτήσουν την συμπεριφορά του, τις πιο πολλές φορές μάλιστα μ’ ένα καινούργιο μπερντάχι. Καμιά σύγκριση δηλαδή με πολλούς από τους σημερινούς γονιούς που, χωρίς να εξετάσουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, τα ρίχνουν όλα στο δάσκαλο.
Αυτά όμως δεν είχε κατορθώσει να τα εξηγήσει στην παρέα των συγχωριανών του. Παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν κατάφερε να τους πείσει ότι για το ρεμπελιό μερικών παιδιών δεν έφταιγαν μόνο οι καινούργιοι δασκάλοι και οι τρόποι τους, αλλά και οι γονιοί, που είχαν αλλάξει κι αυτοί μεθόδους. Και που τους το ανέφερε δηλαδή, του αποκρίθηκαν ότι κάτι τέτοια τα ήξεραν κι αυτοί γιατί ήσαν κι εκείνοι σπουδαγμένοι. Το μόνο όμως που τους ενδιέφερε τώρα ήταν ότι, κατά την κρίση τους, τα παιδιά τους δεν μάθαιναν γράμματα. Ισχυρίστηκαν μάλιστα ότι ο λόγος που δεν μπορούσε να τους καταλάβει ο Σίλιας ήταν πως αυτός είχε καινούργια φαμελιά και τα παιδιά του ήσαν ακόμα πολύ μικρά για σχολειό.
Παρά τα όσα είχαν ισχυριστεί οι συνομιλητές του, ο Σίλιας γνώριζε ότι αυτό που πραγματικά συνέβαινε με τον καινούργιο δάσκαλο ήταν πως τα περισσότερα παιδιά τον λάτρευαν. Γι’ αυτό και δεν έβλεπαν την ώρα να ξεφύγουν από τα σπίτια τους και να βρεθούν κοντά του. Αυτό όμως ήταν ακριβώς που οι γονείς δεν έβλεπαν με καλό μάτι. Εκείνοι θα ‘θελαν ο δάσκαλος να εμπνέει στα παιδιά τους το φόβο. Να τρέμουν την παρουσία του και όχι να τρέχουν από πίσω του με τόση απαντοχή και λαχτάρα. Κατά τον νεαρό παπά αυτά τα φαινόμενα δεν ήσαν παρά θετικά. Κατανοούσε βέβαια και την ανησυχία των γονιών μήπως τα παιδιά εκμεταλευτούν τις αδυναμίες του δασκάλου αλλά δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι το αίσθημα του σεβασμού πρέπει να συνυπάρχει οπωσδήποτε με αυτό του φόβου. Πίστευε ότι ο φόβος που προκαλούν κάποιοι άνθρωποι στο περιβάλλον τους, έχει περισσότερο να κάνει με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους άλλους και είναι ένα συναίσθημα που δημιουργούν στους γύρω τους, ανεξάρτητα από το αν η προσωπικότητα τους εμπνέει σεβασμό ή όχι.
Ακόμα και το Θεό, που η πίστη σ’ Αυτόν δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί άλλα συναισθήματα πέρα από εκείνο του σεβασμού, διατείνονται κάποιοι ότι υπάρχουν στιγμές που πρέπει να τον φοβόμαστε, Ο Σίλιας όμως, αν και ιερωμένος, δεν συμμεριζόταν την άποψη ότι ο λόγος που πρέπει να φοβόμαστε το Θεό είναι γιατί ‘αν παραβούμε τις εντολές του θα ρίξει φωτιά να μας κάψει’. Αν ο άνθρωπος πρέπει να φοβάται κάτι σε σχέση με το Θεό, αυτό δεν είναι η οργή του, αλλά οι ενοχές που θα νοιώσει ο καθένας από μας αν παραβεί τις εντολές του. Πίστευε πως, παρά το ότι ο Παντοδύναμος ενανθρωπίστηκε μέσω του Υιού του, δεν διακατέχεται από ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες ώστε να τιμωρεί τους ανθρώπους παίρνοντας εκδίκηση για τα ανομήματά τους. Απεναντίας, είναι Μακρόθυμος και Πολυέλεος. Πολλές φορές βέβαια, φαίνεται να χάνεται ολότελα από το βίο των θνητών, κι’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο, το εκλαμβάνουμε ως τιμωρία. Όταν όμως κάποιος τον αναζητήσει, θα διαπιστώσει πάντα την παρουσία του.
Άλλο όμως ήταν το σαράκι που τώρα κατέτρωγε τον νεαρό κληρικό. Δεν ήξερε πώς ακριβώς να μεταφέρει τα μηνύματα των συγχωριανών του στο δάσκαλο δίχως να τον προσβάλει. Εκείνο πάντως που οπωσδήποτε είχε σκοπό να του πει κι αυτό πράγματι ως δική του σκέψη ήταν πως η εμμονή του να μην αναφέρεται ποτέ στην ύπαρξη του Θεού και να αποδίδει τα πάντα στη δύναμη των φυσικών νόμων και της επιστήμης, αποτελούσε κάτι, αν όχι βλάσφημο, τουλάχιστον άπρεπο για έναν άνθρωπο που κατέχει τη δική του θέση. Η ύπαρξη της επιστήμης και ο σεβασμός σε αυτήν δεν θα πρέπει να απομακρύνουν τον άνθρωπο από την αναγνώριση της παντοδυναμίας του Θεού και τον θαυμασμό του για την σοφία του Κυρίου.
Ο Βασίλης που είχε το παρανόμι ‘Σίλιας’ – ήξερε κι εκείνος την αξία της επιστήμης και πίστευε σ’ αυτήν. Άλλωστε πολλοί αναρωτιόνταν γιατί, ενώ διέθετε μυαλό και γνώση και θα μπορούσε να ακολουθήσει σπουδές που θα του επέτρεπαν να καταπιαστεί με τόσα άλλα προσοδοφόρα επαγγέλματα, αυτός βάδισε στο δρόμο του πατέρα του. Ο ίδιος ήξερε όμως ότι διάλεξε αυτό το δρόμο όχι επειδή δεν του έμεναν άλλα περιθώρια, αλλά γιατί τούτο ήταν που του άρεσε. Από μικρός λάτρευε ν’ ακολουθεί τον κύρη του στην εκκλησιά και να ψέλνει μαζί του. Και σαν έφυγε για την κοντινή πόλη, όπου πήγε για να συνεχίσει και να τελειώσει το σχολείο και μετά για την πρωτεύουσα, σπούδασε Θεολογία γιατί άλλο δεν επιθυμούσε παρά να μάθει περισσότερα πράγματα απ’ όσα ήδη ήξερε και να ασκήσει με τον καλλίτερο τρόπο αυτό το επάγγελμα ή μάλλον το λειτούργημα που ασκούσε ο γονιός του. Ακριβώς επειδή κι αυτός, όπως ο παπά Χρήστος, έβλεπε την ενασχόληση με την Εκκλησία όχι ως δουλειά που θα του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή, αλλά ως λειτούργημα όπως έπρεπε κανονικά να είναι – έκανε συγχρόνως και διάφορες άλλες δουλειές που του επέτρεπαν να έχει μια οικονομική άνεση. Κι ο κύρης του άλλωστε, άξιος δουλευτής ήταν. Στο χωριό καταπιανόταν με ό,τι κι αν του ζητούσαν.
Ως κληρικός ο γιος του παπάΧρήστου μπορεί να ήταν νιόφερτος στο χωριό, όμως σε αυτά τα χώματα είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Όταν έφυγε για τις σπουδές του, θα μπορούσε να μην ξαναγυρίσει. Να λειτουργούσε σήμερα σε κάποια εκκλησία της πρωτεύουσας ή ακόμα να μην γίνει παπάς και να διδάσκει σε κάποιο Γυμνάσιο, όπως κάνουν τόσοι άλλοι θεολόγοι. Κι όμως, όχι μόνο δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά γύρισε πίσω στον τόπο του κι απ’ το περίσσευμα του συνέδραμε και στις ανάγκες του χωριού. Με τη βοήθειά του και τα λεφτά και άλλων συγχωριανών, που είχαν προκόψει στις μεγαλουπόλεις της πατρίδας ή την ξενιτιά, έγιναν πολλά, μεταξύ αυτών χτίστηκε και το Γυμνάσιο. Γιατί τούτος ο συνετός άνθρωπος αγαπούσε αυτόν τον τόπο και νοιαζόταν για το μέλλον του και για κείνο των ανθρώπων που ζούσαν εδώ. Μα πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους σκεφτόταν τα παιδιά, τις νιες και τα παλικάρια.
Από την άλλη, ο Θρασύβουλος, ο καινούργιος παιδαγωγός που είχε έρθει στο χωριό τους, ήταν ξενομερίτης . Ήταν προσωρινά εκεί και κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα έφευγε. Όλοι πριν απ’ αυτόν, λίγο πολύ, το ίδιο είχαν κάνει. Μόνο οι παλιοί δασκάλοι, που ήσαν ντόπιοι, έμεναν για πάντα στο χωριό. Δεν ζήταγαν να φύγουν είτε γιατί δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν τον τόπο τους, είτε γιατί δεν είχαν τα κότσια να δοκιμάσουν την τύχη τους και παραέξω. Εύκολα λοιπόν θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Θρασύβουλος δεν νοιαζόταν και πολύ ούτε για τα παιδιά ούτε και για τη γνώμη των πατεράδων. Αυτό όμως ο Σίλιας πίστευε ότι δεν ήταν αλήθεια. Ο δάσκαλος αγάπησε τα παιδιά και είχε πολύ ενθουσιασμό για τη δουλειά του, γι’ αυτό άλλωστε τον αγαπούσαν κι αυτά. Η αλήθεια ήταν πως είχε καινούργιους τρόπους διδασκαλίας. Παρότι αυστηρός και απαιτητικός όταν έπρεπε, δεν έδινε στα παιδιά πολύ δουλειά για το σπίτι. Στις ώρες διδασκαλίας είτε αυτές περνούσαν στην ύπαιθρο είτε στην τάξη, προτιμούσε να δουλεύει μαζί τους και όχι απλώς να τα επιτηρεί. Έτσι το μάθημα μετατρεπόταν σ’ ένα παιχνίδι γνώσης. Ήταν λοιπόν σπάνια η ανάγκη για τιμωρίες, κάτι άλλο που δεν άρεσε στους γονείς γιατί τους έκανε να νομίζουν ότι ο δάσκαλος δεν ενδιαφέρεται, αφήνει τα παιδιά να ρεμπελεύουν και δεν νοιάζεται για το αν μαθαίνουν γράμματα ή όχι.
Ωστόσο, οι συλλογισμοί που έκανε ο Σίλιας για τον Θρασύβουλο και για το αντάμωμά του μ’ εκείνον, δεν ήσαν ικανοί να αποδιώξουν από το μυαλό του όσα είχε ακούσει να λέγονται αυτές τις μέρες στο χωριό. Δεν μπορούσε να καταλάβει και προπαντός να συμμεριστεί τη νοσταλγία που διετύπωναν κάποιοι από τους συγχωριανούς του για την εποχή του Ζήση Λέκου. Αυτός ήταν ο δάσκαλος που έκανε κουμάντο στα μέρη τους τον καιρό που ο Σίλιας και κάποιοι απ’ αυτούς ήσαν μαθητούδια. Ο πρόεδρος του χωριού μαζί με κάποιους συμβούλους είχε, λέει, αναθέσει στον αρχειοθέτη να βρει μια φωτογραφία του Λέκου, για να συμπεριληφθεί στις άλλες φωτογραφίες των δωρητών και ευεργετών του τόπου, οι οποίες ήδη κοσμούσαν τους τοίχους του παλιού Δημοτικού σχολείου, που το ‘χαν τώρα μετατρέψει σε βιβλιοθήκη. Τον πληροφόρησαν ότι πολλοί συγχωριανοί του, μεταξύ αυτών και μερικοί από εκείνους οι οποίοι αποτελούσαν την ομάδα που τον επισκέφτηκε, είχαν ενθαρρύνει και επικροτήσει αυτή την απόφαση. Ο Βασίλης Γιώργας, ο άνθρωπος που, μετά τον πατέρα του, αντιπροσώπευε την Εκκλησία σε τούτο το χωριό, αισθανόταν προσβεβλημένος και φουρκισμένος με το φέρσιμο αυτό των συντοπιτών και συμμαθητών του. Και καλά, ετούτοι δεν μπορούσαν όλοι τους να θυμούνται πως είχαν τραβήξει του Χριστού τα Πάθη απ’ αυτόν τον κέρβερο. Οι γεροντότεροι όμως, που τον έδιωξαν κακήν κακώς από το χωριό, ξέχασαν κιόλας τα καμώματά του; Αλλά έτσι γίνεται πάντα όταν κανείς δεν θέλει να ανοίξει τα μάτια του και ν’ αντικρίσει με ελπίδα το παρόν. Κακόβουλα, ανασύρει από το παρελθόν πρόσωπα και γεγονότα, που θα ‘πρεπε μάλλον ν’ αποδιώχνει από τη μνήμη, προκειμένου να πολεμήσει αβασάνιστα το καινούργιο.
Απ’ ότι θυμόταν ο Σίλιας, εκείνο τον καιρό στα μικρά χωριά ο δάσκαλος ‘έλυνε κι έδενε΄. Όποιος κι αν ήταν ο χαρακτήρας του, είχε λόγο και εξουσία. Τώρα ο τρόπος που ο καθένας διάλεγε να επιβάλει αυτή την εξουσία, είναι μια άλλη ιστορία. Στην περίπτωση του Λέκου που την επέβαλε μόνο με το φόβο μα όχι και το σεβασμό, όπως πολλοί άλλοι, οι δωδεκάχρονοι ήσαν αυτοί που τολμούσαν να τα βάλουν μαζί του. Και τούτοι, γιατί σύντομα θα έφευγαν απ’ το σχολειό. Είτε πήγαιναν στην κοντινή μεγαλούπολη για να σπουδάσουν είτε όχι, έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα τον ξεφορτώνονταν. Ακόμα και να τους έδιωχνε από το σχολειό, το πολύ να ‘βρισκαν μια ώρα αρχύτερα δουλειά κοντά στον πατέρα, σε κάποιον άλλο συγγενή τους ή και σε ξένο. Τα κούτσικα όμως σκιάζονταν πολύ το δάσκαλο κι έτρεμαν στη σκέψη του τι τα περίμενε έτσι και πέφτανε στα χέρια του.
Τον καιρό που περνούσε τα παιδικά του χρόνια ο κατοπινός ιερωμένος, το καταχέριασμα ήταν μια συνήθης ταχτική για να επιβάλουν τη θέληση τους όχι μόνο οι μεγάλοι στα παιδιά, αλλά και οι πιο προνομιούχοι στους λιγότερο ευνοημένους, όπως λόγου χάρη οι άντρες στις γυναίκες. Συνεπώς ο Λέκος είχε το ελεύθερο να κάνει όλο το κουμάντο που ήθελε. Προτιμούσε όμως να δείχνει την αδυσώπητη σκληρότητά του στα σκολιαρούδια και με άλλους, πιο κρυφούς τρόπους. Γιατί σε αντίθεση με τον παπά Χρήστο και αργότερα τον Σίλια οι οποίοι θεωρούσαν την ασχολία που έκαναν λειτούργημα αυτός είχε επιλέξει το δασκαλίκι μονάχα για να επεκτείνει και έξω από το σπίτι του την εξουσία που ήδη είχε εκεί. Φοβόταν λοιπόν πως, από μίσος ή φθόνο, κάποιος γονιός με περισσότερη δύναμη θα κοίταζε να περιορίσει τη δική του κυριαρχία, αν τα πράγματα έφταναν στ’ άκρα. Ήξερε ότι το μόνο μέρος όπου δεν κινδύνευε από κάτι τέτοιο, ήταν το κονάκι του. Γι’ αυτό απαιτούσε από τα παιδιά του υποταγή, τους ζητούσε να κάνουν όλα όσα δεν μπορούσε να επιβάλει στα μαθητούδια και αν λάχαινε τα κουτσούβελα να μην τα καταφέρουν, τα ρήμαζε στο ξύλο. Πιο πολύ αυτά έδερνε, γιατί την κυρά του τη δυνάστευε με άλλους τρόπους. Έκρινε ότι αυτός, ως ‘φωτισμένος’, ήταν άπρεπο να την ‘πελεκάει’ όπως έκαναν οι χωριάτες.
Μικρό το μέρος και δεν ήταν δύσκολο να φτάσει στ’ αυτιά των χωριανών πότε τα βλαστάρια τους ήσαν ανυπάκουα στο σχολειό και πότε όχι. Άλλωστε, ο Λέκος φρόντιζε πάντοτε γι’ αυτό. Έτσι οι τιμωρίες που φύλαγε ο ‘κυρίαρχος του σχολειού’ για τα παιδιά, όσο σκληρές και αν ήταν, φάνταζαν πάντα πολύ μικρότερες από εκείνες που τους επέβαλαν οι γονείς στο σπίτι. Εγκλωβισμένα σε μια φυλακή ‘διπλού φόβου και τρόμου’, τα μαθητούδια υπέμεναν στωϊκά το φέρσιμο του δασκάλου και σιωπούσαν.
Το σκαρί και η μορφή του Ζήση Λέκου έμελε να χαραχτούν ανεξίτηλα στη μνήμη όσων τον γνώρισαν. Τα πόδια του φαίνονταν πολύ μικρά αλλά ήσαν γερά, ικανά να στηρίξουν ένα κοντόχοντρο μυώδες κορμί. Τα δάχτυλα, στα παχιά, μπρατσωμένα χέρια του, ήσαν σαν τανάλιες και το κεφάλι του χοντρό με ασπρόξανθα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Σαν έβγαινε στην αυλή ο ‘αφέντης του σχολειού’ να ξαποστάσει, τα παιδιά πάσχιζαν όσο γινόταν να μην ακούγονται. Κανένα δεν τολμούσε να τον πλησιάσει και όλα καμώνονταν πως δεν τον έβλεπαν. Μόνο ο Βασιλάκης τον πλησίαζε, γιατί ως μαθητής ποτέ δεν είχε δώσει την αφορμή να τον κάνει ο δάσκαλος τουλάχιστον φανερά να φοβάται. Όμως, ακόμα κι αυτός, όταν τον κοίταζε στα μάτια χαμήλωνε το βλέμμα γιατί δεν μπορούσε ν΄ αντικρίσει εκείνο το πρόσωπο που ήταν πάντα μουντό και θύμιζε πέτρινη μάσκα. Η γλυκύτητα που έκρυβε το μελί χρώμα των ματιών, γι’ αυτή την όψη φάνταζε τελείως αταίριαστη. Όταν κάποιες φορές χαλάρωναν οι μύες του προσώπου, το χαμόγελο που διαγραφόταν σ’ αυτό ήταν κι εκείνο σαρδόνιο. Έκρυβε μια επιείκεια, αλλά εκείνη των ανθρώπων που ξέρουν καλά ότι εξουσιάζουν τους άλλους. Κοντολογίς, ο άνθρωπος που εκείνη τη στιγμή μειδιούσε μ’ αυτόν τον τρόπο, φαινόταν να λέει : “Αν γίνεται πάντα αυτό που θέλω , θα δείτε πόσο μπορώ εγώ να σας προστατεύσω. Αλλιώς, αλίμονό σας, θα σας κάνω να μαρτυρήσετε.” Όσο για τις στιγμές που ο ‘εξουσιαστής’ μιλούσε, ο τόνος της φωνής του ήταν σφυριχτός, σάμπως να ‘βγαινε μέσα από τα δόντια με δυσκολία. Μονάχα σαν μιλούσε στο παπαδοπαίδι πάσχιζε να κάνει αυτή τη χροιά ηπιότερη. Άλλες φορές τα κατάφερνε κι άλλες όχι.
Παρότι γιος παπά ο μικρός Βασίλης δεν είχε στερηθεί καμιά από τις χαρές που μπορεί να βιώσει ένα παιδί της ηλικίας του. Αν αναλογιστεί κανείς μάλιστα ότι ζούσε και σε χωριό, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι του επιτρεπόταν ν’ απολαμβάνει πολλά περισσότερα πράγματα από αυτά που επέτρεπαν στα παιδιά τους οι πατεράδες που δεν είχαν την ίδια ασχολία με τον δικό του. Το μόνο που τον ορμήνευαν οι γονιοί του ήταν να σέβεται και να φροντίζει τους άλλους και να μην προκαλεί τους γύρω του, είτε αυτοί ήσαν φιλικοί μαζί του είτε όχι. Ενώ λοιπόν ως παιδί δεν υπήρξε φρονιμότερο από τα παιδιά πολλών συντοπιτών του, πρόσεχε πάντα να μην προκαλεί τον δάσκαλο. Ο ‘παιδευτής’ τους γνώριζε ότι αυτό το παιδί δεν θα εναντιωνόταν ποτέ στη θέλησή του, γι’ αυτό πιο πολύ εκείνον πεθυμούσε να έχει συντροφιά. Αλλά πέρα από τη σύνεση που τον χαρακτήριζε, ο μικρός μαθητής ψυχανεμιζόταν πως αν αρνιόταν την εύνοια που του πρόσφερε ο δάσκαλός του, αυτό θα ήταν εις βάρος του. Η συμπάθεια που του έδειχνε ο Λέκος όμως, δημιουργούσε στα παιδιά την εντύπωση ότι ο μικρός ήταν επικίνδυνος. Κανείς δεν τον έπαιζε γιατί, μ’ όλο που ποτέ δε μανάντεψε τίποτα στο δάσκαλο, θαρρούσαν πως ήταν ‘καρφί του.
Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως με όλους τους εξουσιαστές, έτσι και στην περίπτωση του Λέκου με τον καιρό τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι στο χωριό έπεσαν από τα σύννεφα όταν έγινε το μεγάλο κακό. Κάποια μέρα, μια συντροφιά από αγρότισσες μπήκαν αλαφιασμένες στο καφενείο του χωριού και παρακάλεσαν κάμποσους ψωμωμένους άντρες να τις ακολουθήσουν. Τρέχοντας, τους οδήγησαν σ’ ένα χωράφι όπου αντίκρισαν το δάσκαλο να δέρνει ένα αγόρι τόσο άγρια, που εκείνο, ενώ πάσχιζε απεγνωσμένα να μη φωνάζει, όχι μόνο δεν τα κατάφερνε, αλλά ούρλιαζε σαν πληγωμένο ζώο. Οι γυναίκες, τρομαγμένες, είπαν ότι αυτό το αγρίμι σίγουρα θα σκότωνε το φτωχό αν δεν έπεφταν όλοι μαζί να το γλιτώσουν από τα νύχια του. Αυτό το συμβάν ήταν που κατέλυσε την εξουσία του Λέκου. Έκανε τον κόμπο να φτάσει στο χτένι. Ποτέ δεν θα συγχωρούσαν οι χωριανοί στον τύραννο ότι έκανε χρήση της δύναμής του πάνω σε ξένο παιδί, πολύ περισσότερο επειδή αυτό έγινε έξω από το χώρο όπου του αναγνώριζαν εξουσία.
Οι σημερινοί σοφοί, που λένε ότι μπορούν να γιατρεύουν την ανθρώπινη ψυχή, θα γνωμάτευαν ίσως πως ο Λέκος ήταν ‘διαταραγμένη προσωπικότητα’. Οι απλοί όμως άνθρωποι του χωριού είπαν πως ‘είχε μέσα του δαιμόνια.’ Όπως και να ‘ταν, κάπου υπάρχει μια αλήθεια και στα δυο. Αφήνοντας τον τόπο νύχτα, για να μη τον λιντσάρουν, ο ανισόρροπος έπεσε στο γκρεμνό μαζί με τ’ άλογα που ήταν ζωσμένα στο κάρο του. Ο παπά Χρήστος με χίλια βάσανα κατάφερε να πείσει μερικούς να μη λιντσάρουν και τη φαμελιά του δυνάστη, η οποία είχε μείνει πίσω προσμένοντας μάταια να τους μηνύσει πότε και πού θα τον ανταμώσει. Μετά από κάμποσες μέρες έφυγε κι αυτή και δεν ξαναγύρισε. Τότε, κάποιοι απ’ το χωριό πήγαν και ανατίναξαν το έρημο πια σπίτι, βάζοντας δυναμίτη στα θεμέλια του. Απόμερος ήταν ο τόπος όπου έστεκε, έτσι κι αλλιώς.
Την ώρα που το μυαλό του Σίλια κυριευόταν απ’ όλες αυτές τις θύμησες, ήταν μόνος. Βυθίστηκε σε μαύρη θλίψη, στη σκέψη ότι κάποια από τα παιδιά που εκείνος ο ‘δράκος’ είχε στοιχειώσει τα όνειρά τους, όπως και τα δικά του άλλωστε, ξέχασαν τα καμώματά του κι επιθυμούσαν τώρα, όχι μόνον να τον τιμήσουν αλλά να τον χρήσουν και ‘ευεργέτη’. Και το χειρότερο, ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο αδελφός του αγοριού που είχε πέσει θύμα του ‘δαιμονισμένου’. Ο παπάς καταλάβαινε βέβαια ότι με τον καιρό οι θύμησες αλλοιώνονται και πολλές μνήμες σβήνουν. Ήξερε όμως ότι εκείνες που θέλουμε πιο πολύ να σβήσουμε από το μυαλό μας, εκείνες είναι που μένουν τελικά ανεξίτηλες. Γι’ αυτό και στη συμπεριφορά των συγχωριανών του δεν έβλεπε παρά μόνο το πείσμα. Αυτό ήταν που τους έκανε να τιμάνε σήμερα το Λέκο, ενώ πριν και μετά απ’ αυτόν είχαν περάσει απ’ το χωριό τόσοι και τόσοι άξιοι δασκάλοι που θα τους έπρεπε στ’ αλήθεια μια τέτοια τιμή. Προκειμένου να υποστηρίξουν την άποψη ότι ο καινούργιος δάσκαλος ήταν ακατάλληλος και δεν ταίριαζε στο χωριό τους για παιδαγωγός, έφταναν στην άλλη άκρη.
Βαθιά μέσα του ένοιωθε ότι, μ’ όλο που όπως είχε υποσχεθεί, θα συναντούσε το Θρασύβουλο, δεν έπρεπε να βιαστεί για να του μεταφέρει τα παράπονα των συγχωριανών του. Έπρεπε μάλλον να χειριστεί το ζήτημα με σύνεση. Αφού πρώτα κατευνάσει το πείσμα τους, μετά θα πρέπει να τους δώσει να καταλάβουν ότι όταν υπάρχει σεβασμός, πάντα κρύβει και κάποια δόση φόβου. Του φόβου μήπως οι πράξεις μας δυσαρεστήσουν αυτόν που σεβόμαστε. Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα του φόβου για το Θεό. Η ανάγκη του ανθρώπου να είναι συνεπής στις εντολές Του. Το γεγονός λοιπόν ότι τα παιδιά αγαπούν και λογαριάζουν το δάσκαλο αντί να τα τρομοκρατεί η παρουσία του, δεν σημαίνει ότι δεν τους εμπνέει το σεβασμό και το φόβο που αυτός συνεπάγεται. Όσο για τις μεθόδους που ο καινούργιος δάσκαλος χρησιμοποιεί και οι οποίες σήμερα τους ξενίζουν, θα τους ζητούσε να κάνουν λίγη υπομονή μέχρι το τέλος του χρόνου, και αν αποδειχτούν άκαρπες, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Απ’ τους στοχασμούς αυτούς τον έβγαλε το δυνατό χτύπημα της πόρτας. Στο πατρικό, είχαν κρατήσει ακόμα το χτυπητήρι.
Παναγιώτης Σκούρτης, 2002.