Είχε περάσει κάμποσο καιρό στο κρατητήριο. Σήμερα, πριν να οδηγηθεί στη φυλακή, η πεθερά της θα της έφερνε να δει τα μικρά. Καλά που της συμπαραστάθηκε. Γιατί με τόσα που τράβηξε και κείνη απ’ το γιο της, θα μπορούσε να της είχε φερθεί πολύ σκληρά.
Ο πεθερός της είχε πεθάνει απ’ τον καημό του για την άναντρη συμπεριφορά του γιου του προς τη μάνα του. Αυτό δεν το ήξερε η δράστις όταν παντρεύτηκε το θύμα της. Η γυναίκα που σε λίγο θα γινόταν τρόφιμος των φυλακών, δούλευε ως εσωτερική οικιακή βοηθός σε κάποιο σπίτι από τότε που έχασε τους γονείς της. Υπηρέτρια, όπως έλεγαν εκείνο τον καιρό.. Από παιδί, κοντά σε σκληρούς ανθρώπους. Εκεί συνάντησε αυτόν που πίστεψε πως θα τη γλίτωνε απ’ τα χέρια των εκμεταλλευτών της. Έφυγε μαζί του. Η απελπισμένη «γαντζώθηκε» πάνω στον υποτιθέμενο σωτήρα της.
Νιόπαντρη τα υπόμενε όλα. Όχι πως δεν είχε την ψυχική δύναμη ή το θάρρος ν’ αντισταθεί, ούτε γιατί θεωρούσε τον εαυτό της περισσότερο «ιδιοκτησία» του συζύγου απ’ ό,τι των αφεντικών της. Επιπλέον, δεν ήταν κι από τις γυναίκες που πιστεύουν πως, επειδή υπήρξαν φοβερά άτυχες στο γάμο τους, είναι αυτές υπεύθυνες για κάθε τι στραβό που συμβαίνει μέσα στο σπίτι τους. Απλώς, ήταν πεπεισμένη πως πλήρωνε επειδή είχε διαλέξει λάθος σύντροφο, παρ’ ό,τι παραδεχόταν ότι τότε που έγινε αυτό δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογής. Τώρα όμως βασανιζόταν στη σκέψη πως δεν είχε προστατέψει τα παιδιά της όταν, αργότερα, ο τυραννικός πατέρας όχι μόνο χειροδικούσε εις βάρος τους με την παραμικρή αταξία, αλλά τα κακοποιούσε και συναισθηματικά σε αφάνταστο βαθμό.
Η μέλλουσα έγκλειστη φοβόταν πως κάτι κακό θα συνέβαινε αν εναντιωνόταν στα καπρίτσια του ανθρώπου που είχε κάποτε- με δική της θέληση- μπάσει στη ζωή της και που κατέληξε να τον βγάλει μια για πάντα απ’ αυτή. Προτού όμως εκδηλωθεί αυτή η βάναυση συμπεριφορά σε βάρος των παιδιών τους τούτος ο φόβος δεν ήταν παρά κάτι σαν προαίσθημα, την ύπαρξη του οποίου εκείνη απέδιδε σε δική της φαντασίωση. Και ο λόγος που το ερμήνευε έτσι, ήταν πως, αυτός ο άνθρωπος, παρόλο που υπήρξε ένα αρσενικό τέρας, δεν είχε ποτέ τολμήσει να χτυπήσει την ίδια. Ακόμα κι όταν άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια αυτής της ‘διαστροφής’, η γυναίκα μ’ όλο που πλέον δεν ήταν μόνο σύζυγος αλλά και μητέρα, δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Και δεν αντέδρασε όπως όφειλε, όχι μόνο τότε, αλλά ούτε και για πολύ καιρό μετά, αφού πίστευε πως επρόκειτο για κάτι περιστασιακό και προσωρινό, που ο άνθρωπός της δεν μπορούσε να ελέγξει. Το φέρσιμο τούτο, τόσο δυσανάλογο με τα γεγονότα που το προξενούσαν, ήταν τελείως απρόβλεπτο. Όταν η γυναίκα είδε ότι αυτή η συμπεριφορά δεν άλλαζε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν ποτέ τούτο το κτήνος σήκωνε το χέρι του και πάνω της, τότε ίσως τον δικαιολογούσε γιατί θα θεωρούσε πως επρόκειτο για ένα ξέσπασμα. Αυτό θα ήταν κάτι πολύ πιο άμεσο από τους χίλιους άλλους τρόπους με τους οποίους, ο καταχθόνιος, διάλεγε να φανερώνει σ’ εκείνη, αργά και βασανιστικά, τη βαναυσότητα του χαρακτήρα του.
Προφανώς ο δυνάστης δεν επιθυμούσε ν’ αφήσει σημάδια και στο κορμί της γυναίκας του, αφού αυτά θα έδειχναν τη βιαιότητα του περισσότερο φανερά από κείνα που άφηναν οι πληγές στην ψυχή. Ίσως όμως η συμπεριφορά του αυτή να έκρυβε κι άλλη υστεροβουλία. Μπορεί να φοβόταν, δηλαδή, πως η γυναίκα του θα του θα τον παρατούσε και θα σηκωνόταν να φύγει αν αυτός επιχειρούσε κάτι τέτοιο. Σε περίπτωση φυγής της συντρόφου του, που σίγουρα θα έπαιρνε και τα παιδιά τους μαζί της, αυτός δεν θα είχε σε ποιον να ξεσπάει τα νεύρα του, ούτε ποιον να βασανίζει. Την κηδεμονία των μικρών -όσο κι αν γνώριζε καλά πως δεν θα την κέρδιζε- εντούτοις ήξερε ότι θα μπορούσε να τη διεκδικήσει κι εκείνος. Τη γυναίκα του όμως δεν θα την ξανάφερνε ποτέ πίσω. Όσο για τη γριά, του το είχε ξεκόψει. Αν χώριζε από τη γυναίκα του, ας μην υπολόγιζε στη δική της βοήθεια. Του είχε ξεκαθαρίσει ότι, βέβαια, δεν γινόταν να μην αισθάνεται αγάπη γι’ αυτόν, αφού ήταν γιος της. Αν μπορούσε όμως να βλέπει τη νύφη και τα εγγόνια της χωρίς τη δική του παρουσία, ευχαρίστως θα το έκανε.
Πάντως, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, αν πράγματι φοβόταν τη φυγή της συντρόφου του, αυτό δεν είχε σχέση με το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα και χωρίς αυτήν. Γιατί, όσον αφορά τα πρακτικά ζητήματα αλληλοβοήθειας, σ’ αυτά παρουσίαζε μια ικανότητα και προθυμία, αρετές σπάνιες για την εποχή στην οποία είχε μεγαλώσει και πολύ περισσότερο σε άντρες που – όπως εκείνος – έχουν συμπεριφορά εξουσιαστή απέναντι στις συζύγους τους. Αυτή η προθυμία του, μάλιστα, να συμπαραστέκεται στη γυναίκα του σε σχέση με τις ανάγκες του σπιτιού και των παιδιών, ήταν το ξεχωριστό χαρακτηριστικό της κοινής τους ζωής. Ήταν ακριβώς εκείνο που έδινε στους απέξω μια εικόνα πλήρους αρμονίας για τη συμβίωση αυτών των δύο, επιφάνεια τελείως απατηλή. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν επρόκειτο παρά για ένα τέχνασμα που επιστράτευε για να κερδίζει την εκτίμηση του κόσμου, καθώς και την εμπιστοσύνη της γυναίκας και των παιδιών του, όποτε αισθανόταν ότι με την ακαταλόγιστη συμπεριφορά που είχε συνήθως, την έχανε. Εκείνες τις φορές η στάση του απέναντι στους δικούς του τόσο πολύ μεταμορφωνόταν, που θα νόμιζε κανείς ότι δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό μπορούσε να κρατήσει για μήνες κι έτσι όλοι να ξεγελαστούν, γιατί στο μεταξύ ξεχνιόταν σχεδόν ολότελα το προηγούμενο φέρσιμό του.
Η κατάσταση πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. ΄Όταν έφτασε στο απροχώρητο, εκείνη πήρε την κυνηγετική καραμπίνα του πεθερού της κι άδειασε όλα τα φυσίγγια πάνω στον γιο του και «σταυρωτή» της. Το ίδιο το θύμα της είχε μάθει σημάδι, για να ξεπαστρέψουν, όπως της έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού, τ’ αφεντικά της αν οι δυο τους αποφάσιζαν να φύγουν μια μέρα μαζί κι αυτοί τους εναντιώνονταν. Τα πράγματα όμως ήρθαν έτσι ώστε, από αυτό το όπλο να είναι εκείνος που έχασε τελικά τη ζωή του. Θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, λιγότερο φανερό, πιο ύπουλο και ίσως περισσότερο εκδικητικό. Δεν είχε όμως σκοπό να τον βγάλει από τη μέση. Ήταν μια απόφαση της στιγμής, Διάλεξε αυτό τον τρόπο για να βγάλει έτσι όλο το μίσος που ένιωθε μέσα της για την προδοσία του.
Όπως έγινε το κακό, η συζυγοκτόνος δεν μπορούσε να κρύψει τελείως τις συνθήκες του θανάτου από τη μάνα του θύματος. Της είπε ότι έκανε λάθος, δεν συνειδητοποίησε πως το όπλο ήταν γεμάτο, πήρε να το καθαρίσει κι εκείνο εκπυρσοκρότησε. Κατά βάθος, βέβαια, διαισθανόταν πως η γριά υποψιαζόταν τι είχε συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, πίστευε πως η άγια τούτη γυναίκα δεν θα της αποκάλυπτε ότι γνωρίζει την αλήθεια και δεν θα την πρόδιδε ποτέ. Ωστόσο η νύφη καταλάβαινε την πίκρα της πεθεράς της και ήξερε ότι, παρά τα όσα της είχε κάνει ο γιος της, ήταν κι αυτή μάνα. Αν βεβαιωνόταν λοιπόν για την αλήθεια και σιγουρευόταν πως ήταν αυτή που της είχε στερήσει το παιδί της, ίσως, τότε, να τη μισούσε και να έστρεφε τα παιδιά εναντίον της.
Όσο περισσότερο σκεφτόταν τις ώρες της μοναξιάς της στο κελί, τόσο περισσότερο έφτανε στο συμπέρασμα πως εκείνο που την είχε οδηγήσει στο έγκλημα δεν ήταν τελικά τόσο το γεγονός πως ο άντρας που είχε θεωρήσει λυτρωτή της αποδείχτηκε ένας τύραννος. Ήταν κυρίως η διάψευση της προσδοκίας πως κάτι μπορούσε ν’ αλλάξει τη ζωή της προς το καλλίτερο. Και ακριβώς αυτή την προσδοκία, της την είχε εμφυσήσει εκείνος. Από όλες τις ελπίδες που είχε στηρίξει σ’ αυτόν και οι οποίες τελικά διαψεύστηκαν, τούτη η προδοσία του υπήρξε και η μεγαλύτερη. Γι’ αυτό κι εκείνη είχε αποφασίσει πως πρέπει να είναι και η τελευταία του.
Παναγιώτης Σκούρτης, 2002.