Μήπως τελικά η δυσαρέσκεια των πολιτών που ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας είναι δικαιολογημένη; Ρητορικό το ερώτημα! Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Οι παρακάτω μετρήσεις έχουν δημοσιευθεί σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχουν αναδημοσιευθεί σε όλα σχεδόν τα συμβατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η στατιστική της φτώχειας:
Σύμφωνα λοιπόν με τα δημοσιεύματα, το κοινωνικό δίκτυο στην Ελλάδα «σώζει» μόνο το 13% των συμπολιτών μας που απειλούνται από το φάσμα της φτώχειας. Αυτό σημαίνει πως οι παράγοντες και οι φορείς που συγκροτούν το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο έχουν πολύ χαμηλή αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Το τελικό προϊόν που παράγουν δεν έχει χρηστική αξία. H τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη φτώχεια αναδεικνύει το ελληνικό σύστημα κοινωνικών παροχών ως το πιο αναποτελεσματικό, στην E.E. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2001, 2,2 εκατ. Έλληνες (20% του πληθυσμού) διαβιούν στα όρια της φτώχειας, ενώ στο σύνολο της E.E. οι φτωχοί φτάνουν τα 56 εκατ. Τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν η Ιρλανδία με 21%, η Ελλάδα και η Πορτογαλία με 20%, η Ιταλία και η Ισπανία με 19%.
Πολιτικές αναδιανομής ενός πλούτου που δεν αναδιανέμεται:
Σε σχέση με το 1999, όταν δηλαδή η φτώχεια «άγγιζε» το 21% του πληθυσμού, η Ελλάδα βελτιώνει τη θέση της και περνά από την τελευταία στην προτελευταία θέση, παραμένει όμως η χώρα όπου η αναδιανομή του εισοδήματος έχει την πιο μικρή επίδραση στην καταπολέμηση της φτώχειας. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δίχως το κοινωνικό κράτος (επιδόματα ανεργίας, αναπηρίας, οικογενειακά, πολιτική κατά του αποκλεισμού κτλ.), το ποσοστό των Ελλήνων που θα ζούσε υπό καθεστώς φτώχειας – ή θα απειλούνταν από αυτήν – θα ήταν οριακά υψηλότερο, ήτοι μόλις 23%. Συμπέρασμα των παραπάνω μετρήσεων είναι πως η μόνη αξιόπιστη επένδυση που μπορεί να κάνει το ελληνικό κράτος είναι τα επιδόματα που χορηγουνται στους απευθείας στους πολίτες.
Κοινωνικές δαπάνες που δεν πιάνουν τόπο:
Αξίζει να σημειωθεί ότι το διάστημα 1995-2000 η Ελλάδα αύξησε κατά 42,6% τις κοινωνικές δαπάνες ανά κάτοικο, οι οποίες πέρασαν έτσι από 22,9% του ΑΕΠ το 1995 σε 26,4% το 2000. Σε χώρες όπως η Ισπανία και το Βέλγιο, που χωρίς τις κοινωνικές παροχές θα είχαν το ίδιο ποσοστό φτώχειας με την Ελλάδα (23%), η ασκούμενη κοινωνική πολιτική αφήνει τελικά στο περιθώριο μόνο 19% και 13% του πληθυσμού τους, αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στην Ελλάδα το κοινωνικό δίκτυο διασώζει το 13% όσων απειλούνται από το φάσμα της φτώχειας, στην Ιταλία το 14%, στην Πορτογαλία το 17% και στην Ισπανία το 18%, σε χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο το ποσοστό ανέρχεται σε 48% και στη Δανία σε 66% (!).
Ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος:
Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι, μετά την Πορτογαλία, η χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος. Το πλουσιότερο 20% των Ελλήνων κερδίζει 5,8 φορές περισσότερα από το φτωχότερο 20%. Στην E.E. το εισόδημα του πλουσιότερου 1/5 της κοινωνίας είναι 4,4 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του φτωχότερου. Στη Δανία, τη χώρα με τις μικρότερες ανισότητες, ο λόγος είναι ένα προς τρία και στην Πορτογαλία ένα προς 6,5.
Ο υπολογισμός της φτώχειας:
Το όριο της φτώχειας υπολογίζεται σε 60% του διάμεσου εθνικού εισοδήματος κάθε χώρας. Έτσι, στην Ελλάδα το όριο για ένα νοικοκυριό με δύο παιδιά υπολογίζεται σε 11.431 μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), 10.431 ΜΑΔ στην Πορτογαλία, ενώ το μέσο επίπεδο της E.E. φτάνει τις 17.332 μονάδες (30.190 στο Λουξεμβούργο). Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι το όριο της φτώχειας δεν έχει απόλυτη τιμή, αλλά υπολογίζεται κάθε χρόνο με βάση το εθνικό εισόδημα. Έτσι, αν πάρουμε ως όριο φτώχειας την τιμή που είχε το 1998, τρία χρόνια αργότερα (το 2001) κάτω από το όριο ζούσε στην Ελλάδα το 17% του πληθυσμού, στην Ιρλανδία το 13% και στην Ισπανία το 12%.
Συμπεράσματα ΑΤ:
Οι δαπάνες που έχουν ως αποδέκτες τους φορείς και τους κοινωνικούς παράγοντες, δεν πιάνουν τόπο:
Οι παράγοντες και οι φορείς που συγκροτούν το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο δεν έχουν την ικανότητα να συμβάλουν στη μεταρρύθμιση του δικτύου κοινωνικής υποστήριξης. Μολονότι αυξήθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες κατά 42,6%, δεν έχει αλλάξει η ποιότητα ζωής των ίδιων των πολιτών.
Οι παροχές σε χρήμα είναι αξιόπιστη πολιτική:
Η μόνη αξιόπιστη πολιτική είναι οι παροχές σε χρήμα. Αυτοί που διαχειρίζονται καλύτερα το χρήμα είναι οι ίδιοι οι πολίτες. Τα επιδόματα που χορηγούνται στούς πολίτες είναι αυτά που συγκράτησαν τα ποσοστά της φτώχειας χαμηλά.
Ολοκληρωτικός αποκλεισμός:
Ο πληθυσμός που απειλείται από την φτώχεια είναι ολοκληρωτικά αποκλεισμένος από την ελληνική κοινωνία. Έχει ελάχιστες δυνατότητες για να αυξήσει το εισόδημά του και να βελτιώσει την κοινωνική του θέση.
Επαναπροσανατολισμός των κοινωνικών δαπανών:
Όταν η απόδοση των κοινωνικών δαπανών μπορεί να φτάσει έως και 66%, αλλά για κάποιον γνωστό ή άγνωστο λόγο παραμένει στο 13%, τότε πρέπει κάτι να αλλάξει. Είναι προφανές πως το πρόβλημα βρίσκεται στούς φορείς και στους οργανισμούς που διαχειρίζονται τις κοινωνικές δαπάνες. Εάν αυτοί οι φορείς δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τις κοινωνικές δαπάνες, τότε ας δοθεί πρωτοβουλία στις οργανωμένες ομάδες χρηστών. Η κυβέρνηση, και η κάθε κυβέρνηση, οφείλει να νομοθετήσει την πρωτοβουλία των ίδιων των χρηστών, ώστε να δημιουργηθούν τα νέα οργανωτικά εργαλεία που θα διαχειριστούν τις επαναπροσανατολισμένες κοινωνικές δαπάνες.