Η αρχή της βιοτεχνολογίας, ως βιομηχανία, είναι «η φύση το κάνει καλύτερα». Αυτό σημαίνει ότι η βιολογική γνώση παίζει έναν πρωταρχικό ρόλο στη διασαφήνιση του τι ακριβώς κάνει η φύση (ή η βιολογία), ή πώς, ακριβώς, μπορεί να κατανοήσει κανείς τη βιολογία σαν μια παραγωγική και αποδοτική διαδικασία.
Η ρητορική έκφραση «το DNA ως πληροφορία» είναι σήμερα θέσφατο στη βιοτεχνολογική έρευνα καθώς περιέχεται στα σχολικά-πανεπιστημιακά εγχειρίδια, εμπεδωμένη ακόμα και στη λαϊκή κουλτούρα. Παρά τις προσπάθειες πολλών ερευνητών να βεβαιώσουν ότι το άτομο, στην πραγματικότητα, δεν καθορίζεται από το δικό του/της DNA, ένα ισχυρό πολιτισμικό μυθολόγημα έχει αναπτυχθεί γύρω από τη σημαντικότητα του DNA στον σχηματισμό του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου. Πολλές κριτικές έχουν ανασύρει στην επιφάνεια τα προβλήματα που είναι σύμφυτα με αυτήν τη βασισμένη στην πληροφορία θεώρηση της γενετικής ζωής και την αντίληψη ενός γενετικού «κώδικα» που αναδύθηκε από μια πολύπλοκη σειρά ιστορικών, κοινωνικών και επιστημονικών πλαισίων στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Μια από τις κεντρικές εντάσεις σε αυτήν τη θεώρηση ενός γενετικού κώδικα ή ενός γενετικού προγράμματος είναι η διχοτόμηση που προβάλλει μεταξύ της έμβιας και της ανόργανης ύλης. Η επιστημονική φαντασία μάς έχει δώσει πολλές ευφυείς μηχανές, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ακόμη μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στα συστήματα που στηρίζονται στον άνθρακα (οργανική ύλη) και αυτά που βασίζονται στο πυρίτιο (ηλεκτρονικά κυκλώματα – υπολογιστές), καθώς τα πρώτα υποθετικά υπάρχουν «στη φύση» (δηλαδή, υποθετικά προϋπάρχουσα τεχνολογία) ενώ τα τελευταία αποτελούν μια εφεύρεση των ανθρώπινων όντων.
Η βιοτεχνολογική βιομηχανία χρειάζεται να διαχωρίσει αποτελεσματικά το ανθρώπινο και το τεχνολογικό, το ζωντανό και το μη ζωντανό, έτσι ώστε να κατορθώσουν οι βιοτεχνολογίες να ιδωθούν ως απλά, μη απειλητικά εργαλεία ή φάρμακα στην υπηρεσία της βελτίωσης της ανθρώπινης υγείας. Αν και ευγενής αιτία, στην οποία το κίνητρο δεν είναι το ζητούμενο, αυτό το είδος διαχωρισμού απλά δεν είναι δυνατό εάν αρχίσουμε να εξετάζουμε τις πραγματικές τεχνικές, τεχνολογίες και μεθοδολογίες της πληροφορικής που διεισδύουν στη σύγχρονη έρευνα.
Η σύγχυση μεταξύ ιατρικής αξίας και οικονομικής αξίας μπορεί, έτσι, να μεταφρασθεί σε μια σύγχυση μεταξύ των ζωντανών και των μη ζωντανών συστημάτων. Η σημερινή απαρτίωση της πληροφορικής τεχνολογίας και της βιοτεχνολογίας μας έχουν δώσει τη δυνατότητα να επαναθεωρήσουμε την -ακόμη ενεργή- βιταλιστική ιδεολογία στις επιστήμες ζωής. Το ερώτημα δεν είναι κατά πόσον ή όχι οι βασισμένες στον βιταλισμό προσεγγίσεις της ζωής είναι από μόνες τους καλές ή κακές, το ερώτημα είναι εάν ο ιδεολογικός διαχωρισμός μεταξύ ζωντανού και μη ζωντανού, που τονίζουν οι βιταλιστές, είναι η καλύτερη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της σύγχρονης βιοτεχνολογίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη βιοτεχνολογική έρευνα, όπου δείγματα αίματος και ιστών, υπολογιστές ανάγνωσης αλληλουχιών DNA, «αθανατοποιημένα» βλαστικά κύτταρα, αναρτημένες στο Διαδίκτυο γονιδιωματικές βάσεις δεδομένων και μια σειρά βιολογικών-τεχνολογικών υβριδίων βρίσκονται στη διαδικασία επαναπροσδιορισμού των συμβατικών διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, φύσης και τεχνικής.
Οι βιο-υλικές διεργασίες μας ενθαρρύνουν, επίσης, να ρωτήσουμε πώς το άβιο στοιχείο των κυττάρων, των ενζύμων και των γονιδίων εμφανίζει ένα διαφορετικό είδος «αντίστασης». Μπορούν οι περίπλοκες ιδιότητες της «ίδιας της βιολογικής ζωής» -τα μεταβολικά δίκτυα, τα βιομονοπάτια, οι γενετικές μεταλλάξεις, η γνώση της ανοσολογίας, η τρισδιάστατη δομή των πρωτεϊνών- να προσφέρουν αντίσταση στις γονιδιοκεντρικές και αναγωγικές προσεγγίσεις που ακολουθούν οι βιοτεχνολογικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες;
Τελικά, η βιοτεχνολογία μάς ζητά να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο στους κύκλους της ζωής, της εργασίας και του κεφαλαίου. Μας ζητά να επινοήσουμε νέους τρόπους σκέψης σχετικά με τις συνδέσεις μεταξύ μιας αλληλουχίας DNA, μιας γονιδιωματικής βάσης δεδομένων, της πατέντας για ένα γονίδιο, ενός γενετικού τεστ, ενός εξατομικευμένου ασθενή, μιας ασθένειας και της οικονομίας της μέριμνας για την υγεία.
Του Θαναση Γ. Παπαβασιλειου – Καθηγητή Βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
www.news.kathimerini.gr 21/5/2008