Όταν το 1981 ξεκίνησε η μεταρρύθμιση του δικτύου της λεγόμενης κοινωνικής πρόνοιας η Ελλάδα βρέθηκε απροετοίμαστη. Δεν υπήρχε καμία δομή ιδιωτική που να λειτουργεί στην Ελλάδα. Γι αυτό το λόγο η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ε.Ο.Κ. της εποχής, κατ εξαίρεση έκανε δεκτή την συμμετοχή κρατικών φορέων στα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Από το 1981 η ανθρώπινη αναπηρία είναι η μεγάλη παρεξηγημένη. Αρχικά το ενδιαφέρον των διαχειριστών εντοπίστηκε σε δογματικά κατασκευάσματα όπως λ.χ. κοινωνικός ρατσισμός, ευαισθητοποίηση, επαγγελματική κατάρτιση κ.ο.κ.
Από την αρχή επιλέχθηκαν πολιτικές που φαινόντουσαν πως ήταν αποτελεσματικές. Το σύνολο της ανάπτυξης του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας συγκροτήθηκε στο πλαίσιο μίας απατηλής και ανύπαρκτης αναπηρίας που ίσως έδωσε λύση σε μία μειοψηφία ανθρώπων με επιπόλαιες αναπηρίες όμως περιφρόνησε τις ανάγκες όλων των ανθρώπων με σοβαρές αναπηρίες και ανάγκες.
Από το 1981 μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές παρεμβάσεις στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Τα αποτελέσματα όμως αυτών των παρεμβάσεων ήταν και είναι ανεπαρκέστατα. Κάτι τέτοιο βέβαια στην Ελλάδα είναι αναμενόμενο: ένα κράτος που δεν έχει ούτε μία βαριά ή μεσαία βιομηχανία είναι αυτονόητο πως θα κατασκευάζει δρόμους με πολλές ατέλειες και πολλά εμπόδια ακόμη και για αυτούς που έχουν το τυπικό προνόμιο να τους χρησιμοποιούν όπως λ.χ. οδηγοί ΙΧ αυτοκινήτων, ταξί, λεωφορείων κ.ο.κ.
Το ίδιο συνέβη και στις κατασκευές των νέων οικοδομών αλλά και στο σύνολο της μεταρρύθμισης της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας.
Τα πάντα επανοργανώθηκαν για το θέαμα και όχι για τη χρηστική τους αξία. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν ήταν στο ενδιαφέρον των σχεδιαστών που στην πλειοψηφία τους υπήρξαν αυτοδίδακτοι managers.
Όμως η Ελλάδα έχει αλλάξει. Τώρα πλέον οι απαιτήσεις είναι μεγάλες. Όσοι από τους αυτοδίδακτους managers εξελίχθηκαν έχουν γίνει πραγματικοί managers ενώ οι άλλοι managers επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Όμως κανείς δεν έχει υπολογίσει το τεράστιο οικονομικό κόστος που έχουν τα εμπόδια. Ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό κόστος έχουν οι συνέπειες των εμποδίων. Αυτό όμως που εκτινάσσει στα ύψη το κόστος είναι το αρνητικό κόστος των εμποδίων που έχει ήδη πάρει την έκταση οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής αιμορραγίας.
Το κόστος των εμποδίων
Είναι αυτονόητο πως η υπέρβαση των εμποδίων έχει ένα οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Στο βαθμό δηλαδή που κάποιος έλληνας πολίτης οφείλει να επισκεφτεί την εφορία, την ΔΕΗ, τον ΟΤΕ κ.ο.κ. είναι πλέον βέβαιο πως θα πρέπει να επιβαρυνθεί ένα αξιοσημείωτο οικονομικό ποσό για να μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως φορολογούμενος, ως καταναλωτής και ως χρήστης.
Το κόστος υπέρβασης των εμποδίων επιβαρύνει τόσο το κόστος ζωής επειδή το κόστος αυτό επιβαρύνεται οικονομικά και δημιουργεί βέβαια συνθήκες άνισης μεταχείρισης. Στην πράξη άνθρωποι με σοβαρές και με λιγότερο σοβαρές αναπηρίες και ανικανότητες καθώς και οι χρονίως πάσχοντες εμποδίζονται να αναπτύξουν επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα επειδή το κόστος παραγωγής αυτής της επαγγελματικής ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι από 20% έως 800% δαπανηρότερο από το κόστος που έχουν οι ικανοί σωματικά.
Είναι αυτονόητο δηλαδή πως οι άνθρωποι με αναπηρίες και οι χρονίως πάσχοντες μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες μπορούν να συγκρατήσουν το κόστος σε μία ρεαλιστική αύξηση του 20%. Σε κάθε άλλη περίπτωση το κόστος μεγαλώνει και μπορεί να φτάσει στο 800%.
Οι συνέπειες των εμποδίων
Οι πιο επιπόλαιες συνέπειες των εμποδίων είναι αυτές που φαίνονται σήμερα να είναι οι πιο συνειδητοποιημένες από την κοινότητα των ανθρώπων που ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας. Είναι αυτονόητο πως το πρόβλημα δεν είναι η δυνατότητα προσπέλασης στα θέατρα, στα μουσεία, στους αρχαιολογικούς χώρους, στις γκαλερί κ.ο.κ. αλλά είναι στοιχειωδώς η πρόσβαση στην κοινόχρηστη υποδομή που υποχρεούται κάθε άνθρωπος να χρησιμοποιεί καθημερινά τόσο για την επιβίωση όσο και για την επαγγελματική ή κοινωνική του ανέλιξη.
Έτσι το κόστος επιβαρύνεται δραματικά από την επιβίωση αφού οι δραστηριότητες που είναι αυτονόητες για τους ικανούς σωματικά από τους ανθρώπους με αναπηρίες και τους χρονίως πάσχοντες μπορούν να υλοποιηθούν μόνο κατόπιν διαπραγμάτευσης και οικονομικής συναλλαγής.
Ενώ η απόδοση λ.χ. του ΦΠΑ για έναν ικανό σωματικά επιχειρηματία είναι υπόθεση ωρών μία φορά τους δύο μήνες για τον επιχειρηματία με αναπηρία μεταφράζεται σε χρήμα αντίστοιχο της αποζημίωσης του λογιστή που θα αναλάβει την πληρωμή του ΦΠΑ.
Ενώ η πρόσληψη του προσωπικού από επιχειρήσεις ρυθμίζεται απολύτως από τη σχετική νομοθεσία, η πρόσληψη βοηθών από τους εργοδότες με αναπηρίες φορολογείται με φόρο μισθωτών υπηρεσιών επειδή θεωρείται πολυτέλεια.
Οι απόλυτες συνέπειες
Εάν το κόστος των εμποδίων μπορούσε να περιοριστεί σε αυστηρά οικονομικές ποιότητες και ποσότητες τότε τα πράγματα θα ήταν απλά: Θα μπορούσαμε δηλαδή να εφεύρουμε έναν νέο τρόπο ή θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως εάν κατασκευάζαμε μία μηχανή που να κόβει Ευρώ θα είχαμε αρκετά λεφτά για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις επιπλέον οικονομικές δαπάνες που συνεπάγεται η αναπηρία ή η ζωή με μία χρόνια νόσο.
Όμως όταν ζεις κάτω από συνθήκες αναπηρίας ή όταν ζεις με μία χρόνια νόσο τότε ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΟΥ ΔΕΝ ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΟΠΟ. Η αναπηρία ήταν, είναι και για πολλά χρόνια θα είναι το εύκολο επιχείρημα για να ακυρωθεί οικονομικά κοινωνικά και πολιτικά ο άνθρωπος που φέρει αναπηρία. Όταν η ζωή επιβαρύνεται από μία αναπηρία ή από μία χρόνια νόσο τότε οι δυνατότητες ανάπτυξης περιορίζονται ή συνηθέστερα λαμβάνουν τιμές αρνητικές.
Για όλα αυτά τα κακά και τα άθλια δεν φταίει η αναπηρία. Η αναπηρία είναι απλώς συνθήκη ζωής: είναι απλώς διαφορά συνθηκών και όρων ζωής.
Όμως μπορεί να είναι διαφορά συνθηκών και όρων ζωής μόνο όταν δεν εμποδίζεται. Όταν εμποδίζεται γίνεται σακατιλίκι, απόλυτη και ολοκληρωτική αφαίρεση. Όταν δε φορολογείται τότε γίνεται όμηρος μιας ανάπτυξης στο πλαίσιο της οποίας η αναπηρία θα είναι φυλακισμένη ενώ οι άνθρωποι που ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας αιχμάλωτοι μιας κοινωνίας που αναπτύσσεται σε βάρος τους.
Στο βαθμό δηλαδή που ενεργητικά ή παθητικά οι άνθρωποι με αναπηρίες πληρώνουν για την κατανάλωσή τους 18% ΦΠΑ, 45% εργοδοτικές εισφορές, φόρο μισθωτών υπηρεσιών, διαφόρους φόρους ΔΕΚΟ που πληρώνονται αναγκαστικά με τους λογαριασμούς λ.χ. της ΔΕΗ κ.ο.κ. και αυτοί οι φόροι δεν αξιοποιούνται για την οικοδόμηση μίας κοινωνίας χωρίς εμπόδια τότε αντικειμενικά είναι όμηροι και αιχμάλωτοι μίας κοινωνίας, ενός τρόπου ζωής και οικονομικής ανάπτυξης μόνο για τους άλλους.
Η ολοκληρωτική ακύρωση
Οι συνέπειες των οικονομικών μεγεθών είναι πολύ μεγαλύτερες όταν προβάλλονται στο επίπεδο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Οι άνθρωποι με αναπηρίες και οι χρονίως νοσούντες ακυρώνονται οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Η οικονομική ακύρωση οδηγεί στην πολιτική ακύρωση και βεβαίως στην κοινωνική ακύρωση. Αυτή η ακύρωση είναι ολοκληρωτική. Δεν υπάρχει μέτρηση της ακύρωσης δεν υπάρχει λίγη ή μεγαλύτερη ακύρωση. Η ακύρωση είναι μία. Και αυτή η ακύρωση είναι ολοκληρωτική πολιτική ακύρωση που συνέπειές της είναι η οικονομική ακύρωση.
Στη σύγχρονη Ελλάδα η αναπηρία είναι μία παγίδα: Δεν έχει σημασία το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος με αναπηρία. Δεν έχει σημασία ούτε η ευφυία, ούτε οι γνώσεις, ούτε οι ικανότητες, ούτε οι υπερφυσικές δυνάμεις. Σημασία έχει πως η αναπηρία θα είναι πάντα παρούσα στην δύσκολη στιγμή. Σημασία έχει πως αυτή θα επικαλούνται όλοι όταν θέλουν να βλάψουν ακόμη και τους άτρωτους.
Είναι λογική η χρήση της αναπηρίας ως επιχείρημα: Δεν ζούμε σε μία κοινωνία αγγέλων. Ζούμε σε μία ανταγωνιστική κοινωνία που έχει συνηθίσει να παρασιτεί άλλοτε καταχρώμενη κρατικές διευκολύνσεις άλλοτε την ξένη οικονομική βοήθεια. Επειδή η αναπηρία ήταν πάντα αντικείμενο αξιοποίησης ξένων οικονομικών κεφαλαίων είναι αυτονόητο πως οι νεοέλληνες την χρησιμοποίησαν για να μπορέσουν να απορροφήσουν κονδύλια.
Ας μην φανταστεί κανείς πως θα υπήρχαν δραστηριότητες για οικοτουρισμό, για ανάπτυξη της ελληνικής επαρχίας, για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ο.κ. εάν δεν πλήρωνε σε μετρητό η πρώην ΕΟΚ η σημερινή Ε.Ε.
Είναι αυτονόητο πως για την αναπηρία κανείς Έλληνας δεν θα έβαζε το χέρι βαθιά στην τσέπη για να κάνει επενδύσεις. Η Ελλάδα αν για κάτι δεν φημίζεται είναι η επενδυτική νοοτροπία. Και εάν για κάτι φημίζεται είναι η περιφρόνηση της αναπηρίας στην ιστορία, στις εθνικές περιπέτειες, στις προσφυγιές, στις μεταναστεύσεις κ.ο.κ. Ένα κράτος που άφησε τους γέροντες, τους νοσούντες και τους ανικάνους στην Μικρά Ασία ή οπουδήποτε αλλού δεν νομιμοποιείται να ομιλεί περί αναπηρίας χωρίς πριν ζητήσει ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ.
Το ζήτημα είναι η εξουσία
Η εξουσία των ανθρώπων που συγκροτούν την μειονότητα των αναπήρων προκύπτει καταρχήν από την κατανάλωση των ιδίων και του περιβάλλοντός τους.
Πρακτικά ούτε μία δραχμή δεν πρέπει να καταναλώνεται σε φορείς που συναινούν έστω και παθητικά στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή μίας κοινωνίας των εμποδίων. Η κοινότητα των ανθρώπων με αναπηρίες έχει πολύ ανεπτυγμένη διακριτική ικανότητα για να ταυτοποιεί αυτούς που συνηγορούν υπέρ της ανθρωπομετρικής τους κλίμακας και αυτούς που υπονομεύουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών.
Η κατανάλωση δεν περιορίζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Αφορά εξίσου και τον δημόσιο τομέα. Μόνο που σε ό,τι αφορά το δημόσιο το μποϋκοτάζ θα πρέπει να γίνει για παραδειγματισμό:
1. Θα πρέπει να δοθεί τέλος στην αυτοκρατορία των ιδρυμάτων και των ασύλων. Τα ασφαλιστικά ταμεία οφείλουν και πρέπει να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των ασφαλισμένων για επιλογή των συνθηκών και των όρων ζωής τους. Τα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεούνται να υλοποιούν τις υποχρεώσεις τους χωρίς να παρεμβαίνουν και να κατευθύνουν και να αλλοιώνουν τον τρόπο ζωής των ασφαλισμένων.
2. Θα πρέπει να δοθεί τέλος στην προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων επαγγελμάτων και κλάδων που δεν παρέχουν υπηρεσίες στους καταναλωτές με αναπηρίες. Τέτοιοι κλάδοι είναι οι ιδιοκτήτες ταξί, μέσων μαζικής μεταφοράς κ.ο.κ. Ή όλα τα νέα ταξί και τα νέα λεωφορεία που αγοράζονται θα είναι προσπελάσιμα και δεν θα αρνούνται την παροχή υπηρεσιών στους καταναλωτές με αναπηρίες ή να αφαιρεθεί η άδεια άσκησης του επαγγέλματος. Κανένας επαγγελματικός κλάδος δεν μπορεί να ζει σε βάρος μίας μεγάλης μειοψηφίας του πληθυσμού που σύμφωνα με στατιστικές της Βαυαρίας του 1988 αντιστοιχούσε στο 70% των διακινουμένων κατοίκων στο κρατίδιο. Ακόμη και στην περίπτωση που η γήρανση του πληθυσμού δεν έχει προχωρήσει στην Ελλάδα όσο είχε προχωρήσει το 1988 στη Βαυαρία το ποσοστό των εμποδιζόμενων καταναλωτών είναι αντικειμενικά μεγαλύτερο του 40%.
3. Θα πρέπει να δοθεί τέλος στην αξιοποίηση των φόρων για την οικοδόμηση εμποδίων: Θα πρέπει να μην αδειοδοτούνται φορείς, επιχειρήσεις και κοινωφελείς υποδομές εάν δεν είναι απολύτως προσπελάσιμες στους ανθρώπους με αναπηρίες σε όλα τα επίπεδα τόσο των υποδομών όσο και του τρόπου λειτουργίας τους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των επαγγελματικών στελεχών ανεξαρτήτως από το αν ζουν κάτω από συνθήκες αναπηρίας ή όχι. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σταματήσει η αναπηρία να αποτελεί εμπόδιο όχι μόνο για την κατανάλωση αλλά και για την επαγγελματική εξέλιξη.
4. Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους ίδιους τους χρήστες να οργανώνουν αυτοί οι ίδιοι τις υποστηρικτικές δομές που αυτοί οι ίδιοι θεωρούν πως χρειάζονται. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αυτοοργάνωση και στην αυτοδιαχείριση των χρηστών είτε με τη μορφή συνεταιρισμών είτε με τη μορφή εταιριών. Και αυτοί οι συνεταιρισμοί ή οι εταιρίες να απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τους αντίστοιχους παροχείς αντίστοιχων υπηρεσιών. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να μπορεί να δημιουργήσει νοσοκομείο το κράτος και να μην μπορεί να δημιουργήσει ίδιο νοσοκομείο μία ομάδα χρηστών επειδή το δεύτερο νοσοκομείο δεν θα μπορεί να απορροφήσει νοσήλια από τα ασφαλιστικά ταμεία των νοσηλευομένων. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς άλλους επαγγελματικούς κλάδους όπως είναι λ.χ. η Βοήθεια στο Σπίτι, η λειτουργία προσπελάσιμων ταξί και λεωφορείων κ.ο.κ.
Εξίσωση των ευκαιριών
Τόσο ο όρος «εξίσωση» όσο και ο όρος «ευκαιρίες» θα πρέπει να γίνουν αντιληπτοί με την ευρεία τους έννοια. Το γεγονός δηλαδή το ό,τι το επάγγελμα του ιδιοκτήτη ταξί είναι ένα κλειστό και προστατευμένο επάγγελμα δεν μπορεί να ισχύει όταν πρόκειται για μειονότητες καταναλωτών που αυτοί οι επαγγελματίες αρνούνται να συναλλαγούν, διότι περί συναλλαγής πρόκειται και όχι περί εξυπηρετήσεως.
Το ίδιο ισχύει και για τις αστικές και για τις υπεραστικές συγκοινωνίες. Το ίδιο ισχύει και για τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. Δεν μπορεί ο νομοθέτης να προσδοκεί πως η κοινότητα των ανθρώπων με αναπηρίες θα μπορούσε να οργανώσει τις συνθήκες και τους όρους της επαγγελματικής της αναπαραγωγής όταν από το 1981 όλα τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης ήταν απροσπέλαστα και μόνο το 1999 εκπονήθηκε η νομοθεσία για τα εξειδικευμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης που οφείλουν πλέον να είναι προσπελάσιμα. Ωστόσο ο νομοθέτης δεν μπορεί να προσδοκεί πως στα νέα προσπελάσιμα Κέντρα θα υπάρχουν ή θα υπάρξουν μελλοντικά εκπαιδευτές με αναπηρίες επειδή το 1999 και ύστερα αυτός ο κλάδος έχει ανοίξει και στους επαγγελματίες με αναπηρίες, συνεπώς δεν υπάρχουν εκπαιδευτές με αναπηρίες που να έχουν πιστοποιηθεί επειδή πολύ απλά δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν την προϋπηρεσία.
Κατ επέκταση οι επαγγελματίες με αναπηρίες είναι αποκλεισμένοι από όλους τους κλάδους που απορροφούν χρηματοδοτήσεις είτε από το δημόσιο, είτε από το κράτος, είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπώς εάν μπορεί να υπάρξει εξίσωση ευκαιριών πρέπει προηγουμένως να υπάρξει εξίσωση στην μεταχείριση: Η εξίσωση στην μεταχείριση προκύπτει από την εξίσωση στην προνομιακή μεταχείριση αυτών των κλάδων αφού πριν ο νομοθέτης αναγνωρίσει εμπράκτως πως η μειονότητα του πληθυσμού που ζει κάτω από συνθήκες αναπηρίας ήταν εμποδισμένη. Όταν αναγνωριστεί η ύπαρξη των εμποδίων τότε δεν αρκεί απλώς η άρση των εμποδίων αλλά απαιτείται η εξίσωση των ευκαιριών.
Ιση μεταχείριση
Το ζήτημα δεν είναι οι ίσες ευκαιρίες. Οι πολιτικές των ίσων ευκαιριών έχουν ήδη αποδώσει και συνεπώς μπορεί να αξιολογηθεί η επάρκεια και η αποτελεσματικότητά τους.
Το ζήτημα είναι η ίση μεταχείριση. Είναι δηλαδή η άρση όλων των εμποδίων. Τα εμπόδια δεν είναι μόνο κτιριακά και πολεοδομικά. Είναι οικονομικά, οργανωτικά, λειτουργικά, ιεραρχικά, παραγωγής, κατανάλωσης, πολιτικά κ.ο.κ. Είναι άκρως ερασιτεχνική η αντίληψη πως τα εμπόδια ανατρέπονται με την εφαρμογή πολιτικών ποσοστώσεων. Δεν είναι δυνατόν να αναβαθμιστεί το μίνιμουμ της δημοκρατίας εάν λειτουργούν με ποσοστώσεις είτε ως προς το φύλο είτε ως προς τις συνθήκες ζωής είτε ως προς την προέλευση. Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από φορολογούμενους και από ικανά στελέχη που θα την καταστήσουν ανταγωνιστική ως προς τις άλλες κοινωνίες. Είναι ανόητη μία κοινωνία που περιορίζει αριθμητικά τα στελέχη της εμποδίζοντας την δημιουργικότητα των εμποδισμένων μειονοτήτων.